Λάφυρα


Νύχτα και κοιτώ μια γάτα από μακριά. Στέκεται στο πρώτο σκαλοπάτι και έχει το κεφάλι της στραμμένο προς τα αστέρια. Πλησιάζω τη γάτα. Αυτή δεν κατεβάζει το βλέμμα από τον ουρανό. Φτάνω κοντά της. Μια καρφίτσα είναι μπηγμένη στο αριστερό της μάτι και μια μύγα κοιμάται στο δεξί.

το ιξώδες


These are private words addressed to you in public
T.S. ELIOT, "A dedication to my wife"

Μοιραία ή κατά τύχη κάποτε παραβρέθηκα στην κηδεία μιας ηλικιωμένης μελισσοκόμου. Μερικοί φίλοι της μετά, με κάλεσαν να πιούμε μαύρο καφέ με κάρδαμο και μέλι. Δέχτηκα, παρ'ότι μελαγχολική. Άρχισαν να συζητάνε για τις ευεργετικές ιδιότητες του μελισσόχορτου, για την ορειβασία στο Αραράτ και για κάτι μάσκες από θιβετιανό κερί που αναπλάθονταν πάνω στο πρόσωπο του ηθοποιού κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ήθελα να τους ρωτήσω τί θ'απογίνονταν τόσες μέλισσες χωρίς μελισσοκόμο, ποιός θα τις αναλάμβανε, αν θα αφήνονταν ελεύθερες, αν θα κινδύνευε η επιβίωσή τους. Παρατήρησα τα λαχανί πουλόβερ των πενθούντων και τα ανέφελα μέτωπά τους, παρακολούθησα το μέλι να διαλύεται αιθέρια μέσα στο σκοτεινό υγρό καθώς το ανάδευα με το κουταλάκι μου, αφουγκράστηκα έναν περιπλανώμενο τσιγγάνο που μιμούνταν τη τραχιά φωνή του τζιτζικιού. Ύστερα σκέφτηκα ότι αυτό ίσως να μην ήταν κηδεία, παρά μια αφορμή να ακουμπήσουμε τα φλιτζάνια μας πλάι στο άδειο φλιτζάνι μιας νεκρής μελισσοκόμου που φορούσε πορτοκαλί νυχτικό και ένα παιγνιώδες κοριτσίστικο μειδίαμα μέσα στο φέρετρό της. Τελικά δε ρώτησα τίποτα αλλά από τότε έμαθα να πίνω τον καφέ μου με κάρδαμο και μέλι.

Πότσνταμ


Σ'εκείνη την πόλη περπάτησα μέρες και μέρες. Περιπλανώμενη κηπουρός τότε, δε μ'ένοιαζαν οι ανέσεις κι αν κάπου κάτι μου άρεζε έμενα για περισσότερο καιρό, ακόμα κι όταν η δουλειά ήτανε λίγη. Οι δρόμοι ήταν ήσυχοι και τακτοποιημένοι αλλά στενοί. Οι φανοστάτες χαμηλοί και τα παγκάκια μικρά. Οι πλάκες του πεζοδρομίου έμοιαζαν με παζλ ενώ τα γράμματα στις πινακίδες μου φαίνονταν  μεγάλα και πολύ στρογγυλά. Σ'εκείνη την πόλη περπάτησα μέρες και μέρες. Τα ισόγεια μαγαζιά ήταν τ'αγαπημένα μου. Μερικά πουλούσαν ζαχαρωτά και καραμελωμένα φρούτα, σοκολατούχα γάλατα και κάτι τεράστια μπισκότα σε σχήματα ζώων. Τα περισσότερα πουλούσαν παιχνίδια. Ήτανε και πολλά που ειδικεύονταν σε ένα είδος μόνο, όπως στους στρατούς από ξύλινους πολεμιστές, ή αποκλειστικά στα κουκλόσπιτα ή ιδιαιτέρως στα χρωματιστά μικρά τουβλάκια. Σ΄εκείνη την πόλη περπάτησα μέρες και μέρες. Συχνά στις γωνίες, στις πλατείες και στα σταυροδρόμια έβρισκα σκηνικά από κουκλοθέατρο και γύρω τους κοντές πλαστικές καρέκλες. Παρατηρούσα αφίσες στους τοίχους για διηγήσεις παραμυθιών, για παραστάσεις τσίρκου, για παρελάσεις από κλόουν, για πάρτυ με ζογκλέρ και για μάγους με αστεία ονόματα. Τα απογεύματα ο αέρας μύριζε βούτυρο και βανίλια. Πολλές φορές άκουγα από ανοιχτά παράθυρα λεπτές φωνές να τραγουδούν και παλαμάκια. Στις σόλες των παπουτσιών μου έβρισκα κολλημένα κομφετί.
Σ'εκείνη την πόλη περπάτησα μέρες και μέρες. Συνάντησα κι ανθρώπους. Όλοι τους -τ'ορκίζομαι- ήτανε γέροντες και γριές. 

Home sweet home


Ορθογώνιου σχήματος δωμάτιο. Διαστάσεις δέκα επί δεκατέσσερα μέτρα. Λευκοί περιμετρικοί τοίχοι. Κανένας διαχωριστικός τοίχος. Τραχύ δάπεδο από μαύρο ακατέργαστο τσιμέντο με ασύμμετρα σκαμμένες πέντε ημικυκλικές κοιλότητες βάθους ενός μέτρου. Μικρό κενό στο σημείο που το ταβάνι ενώνεται με τους τοίχους και με το πάτωμα, όπου τοποθετείται σωλήνας νέον που διαχέει λευκό φως. Στο κέντρο του χώρου ορθογώνια δεξαμενή νερού. Διαστάσεις τρία επί οκτώ μέτρα. Βάθος επτά μέτρα. Ένας κύκνος. Μία καταπακτή στο ταβάνι. Κανένα παράθυρο.