Πότσνταμ


Σ'εκείνη την πόλη περπάτησα μέρες και μέρες. Περιπλανώμενη κηπουρός τότε, δε μ'ένοιαζαν οι ανέσεις κι αν κάπου κάτι μου άρεζε έμενα για περισσότερο καιρό, ακόμα κι όταν η δουλειά ήτανε λίγη. Οι δρόμοι ήταν ήσυχοι και τακτοποιημένοι αλλά στενοί. Οι φανοστάτες χαμηλοί και τα παγκάκια μικρά. Οι πλάκες του πεζοδρομίου έμοιαζαν με παζλ ενώ τα γράμματα στις πινακίδες μου φαίνονταν  μεγάλα και πολύ στρογγυλά. Σ'εκείνη την πόλη περπάτησα μέρες και μέρες. Τα ισόγεια μαγαζιά ήταν τ'αγαπημένα μου. Μερικά πουλούσαν ζαχαρωτά και καραμελωμένα φρούτα, σοκολατούχα γάλατα και κάτι τεράστια μπισκότα σε σχήματα ζώων. Τα περισσότερα πουλούσαν παιχνίδια. Ήτανε και πολλά που ειδικεύονταν σε ένα είδος μόνο, όπως στους στρατούς από ξύλινους πολεμιστές, ή αποκλειστικά στα κουκλόσπιτα ή ιδιαιτέρως στα χρωματιστά μικρά τουβλάκια. Σ΄εκείνη την πόλη περπάτησα μέρες και μέρες. Συχνά στις γωνίες, στις πλατείες και στα σταυροδρόμια έβρισκα σκηνικά από κουκλοθέατρο και γύρω τους κοντές πλαστικές καρέκλες. Παρατηρούσα αφίσες στους τοίχους για διηγήσεις παραμυθιών, για παραστάσεις τσίρκου, για παρελάσεις από κλόουν, για πάρτυ με ζογκλέρ και για μάγους με αστεία ονόματα. Τα απογεύματα ο αέρας μύριζε βούτυρο και βανίλια. Πολλές φορές άκουγα από ανοιχτά παράθυρα λεπτές φωνές να τραγουδούν και παλαμάκια. Στις σόλες των παπουτσιών μου έβρισκα κολλημένα κομφετί.
Σ'εκείνη την πόλη περπάτησα μέρες και μέρες. Συνάντησα κι ανθρώπους. Όλοι τους -τ'ορκίζομαι- ήτανε γέροντες και γριές.