Fingeresque, fragment #1




Αγόρασα τους σπόρους από έναν πλανόδιο βοτανοπώλη. Φάνηκα υπερβολικά εύπιστη, απερίσκεπτη ίσως, αφού τους αντάλλαξα με τον τελευταίο μου βολβό λευκής τουλίπας χωρίς δεύτερη σκέψη. Έφταιγε το βελούδινο καπέλο του, τα πράσινα ρυτιδιασμένα του βλέφαρα, ή ακόμη ο τρόπος που είχε επιλέξει να προσελκύσει τους υποψήφιους πελάτες του, χτυπώντας μια πήλινη στάμνα. Αλλά μπορεί και να βρέθηκα εκεί συνεπαρμένη μόνο από το πολυσύλλαβο επάγγελμά του.  Άλλωστε, εκείνον τον καιρό, συνήθιζα να κάνω τις σημαντικότερες σκέψεις της ημέρας μου βάφοντας το φράχτη ή πλένοντας τις τσαγιέρες. Σπανιότερα, ξήλωνα τα πλεχτά δάχτυλα από κάποιο γάντι και τα έραβα σε ένα άλλο. Ήμουν ευάλωτη από κάθε άποψη απέναντι σε εκείνους τους σπόρους και τους απόκτησα. Εφτά μικροσκοπικές σφαίρες που άφηναν το φως να διαπερνά την τέλεια γεωμετρία τους χωρίς καθόλου να μοιάζουν προορισμένες για να θαφτούν στο κοκκινόχωμα. Πέρασα τέσσερις μέρες κάτω από το τραπέζι του κήπου. Παρατηρούσα τους σπόρους, και προσπαθούσα να αντιληφθώ το χρώμα τους. Μου θύμιζαν συρρικνωμένους πλανήτες και έτσι τους αντιμετώπιζα διασκεδάζοντας με την παρακμή τους. Ελάχιστοι πλανήτες είναι γνωστοί για το χρώμα τους. Λίγο πριν πέσει ο ήλιος την τέταρτη μέρα, μέσα την παλάμη μου εξακολουθούσαν να υπάρχουν εφτά άχρωμοι πλανήτες, έτοιμοι για τον αιώνιο ύπνο στο σύμπαν του υπεδάφους. Το σκηνικό ήταν θλιβερό, η εξουσία μου πάνω τους τρομακτική και το σκοτάδι πολλαπλασιαζόταν. Αποφάσισα να σφυρίζω ένα τραγούδι μέχρι να νυχτώσει, συνήθεια πάλαι ποτέ ευεργετική. Νύχτωσε. Έσκαψα μια τρύπα, μάζεψα στην ποδιά μου τα σαλιγκάρια που ξεχύθηκαν έξω, κι άνοιξα τη χούφτα μου από πάνω της, αφήνοντας τις σφαίρες να κατρακυλήσουν μέσα στη θερμή υγρασία της φωλιάς τους. Βαθιά φθονούσα αυτή τη θαλπωρή αυτή που τους είχε επιφυλάξει η τύχη τους.

Εβδομάδα πρώτη: Το χώμα σχηματίζει ρωγμές γύρω από το σημείο ταφής των σπόρων, τριάντα πέντε μικρές προεξοχές στο χρώμα της ώχρας προβάλλουν από το έδαφος, έχουν ημισφαιρικό σχήμα, πλάτος όσο ο κορμός της τριανταφυλλιάς, χρειάζονται πότισμα καθημερινό στις έξι το απόγευμα, αναρωτιέμαι αν πρέπει να ξεριζώσω τις μαργαρίτες που φυτρώνουν παρασιτικά γύρω τους και αν τα σαλιγκάρια μπορούν να τους κάνουν κακό.

Εβδομάδα δεύτερη: Οι τριάντα πέντε μίσχοι μεγαλώνουν θεαματικά, μου φτάνουν μέχρι το γόνατο κι έχουν πάχος όσο ο κορμός της λεμονιάς, έχουν μαλακό φλοιό, τα κολιμπρί και τα σπουργίτια κάθονται άφοβα στο ψηλότερο σημείο τους, που μια διάφανη και σκληρή μεμβράνη το καλύπτει, παρά το πότισμα δύο φορές τη μέρα δεν έχουν βγάλει φύλλα και απορώ γιατί.

Εβδομάδα τρίτη: Έχουν φυτρώσει εφτά μαλακές κοίλες βάσεις γεμάτες χαραγματιές που ενώνουν τους τριάντα πέντε κορμούς σε ομάδες των πέντε,οι κορμοί παίρνουν κλίσεις και τσακίζουν σε αρθρώσεις, πλέον είναι ψηλοί όσο ο ώμος μου, ούτε ίχνος από λουλούδια ή φύλλα, παρ'όλα αυτά μερικές ακρίδες έχουν φωλιάσει ανάμεσά τους και τα κοράκια κάθονται στις λείες γυαλιστερές κορυφές τους για να αγναντέψουν, σκέφτομαι να σταματήσω το πότισμα γιατί το νερό που απομένει δεν μου φτάνει πια ούτε για το τσάι.

Εβδομάδα τέταρτη: Οι βάσεις των φυτών ξεκολλάνε όλο και περισσότερο από το χώμα, οι τεράστιοι μίσχοι καμπυλώνουν και πατούν στο έδαφος, αρχίζουν να μετακινούνται ελαφρά, δεν τα πλησιάζω πολύ, ανησυχώ γιατί δεν είναι όμορφα και αρχίζω να μην τα εμπιστεύομαι, κάποιες νύχτες δεν κοιμάμαι καθόλου, ακούω ήχους στα χόρτα που δε μοιάζουν να είναι από τους σκίουρους.

Εβδομάδα πέμπτη: Αναδύονται από το χώμα, έχουν γίνει ανεξέλεγκτα, με τα πέντε τους πόδια τρέχουν, σκαρφαλώνουν, επιτίθενται το ένα στο άλλο, εισβάλλουν μέσα στο σπίτι, είναι εφτά και είμαι μόνη μου, είμαι ανίκανη να τα συγκρατήσω, με απωθούν και με πετάνε κάτω με δύναμη όταν τα πλησιάζω, μπορεί από ένα τέτοιο χτύπημα να μούδιασαν οι παλάμες μου, μπορεί και όχι, μένω τις περισσότερες ώρες κλειδωμένη στο δωμάτιό μου, αργά τη νύχτα που ξαπλώνουν στον κήπο βγαίνω για προμήθειες, απελπίζομαι μετά αλλά τουλάχιστον έτσι δεν κινδυνεύω.

Εβδομάδα έκτη: Πλέον συνεννοούνται και φυλάνε βάρδιες έξω από την πόρτα του δωματίου, μου αφήνουν ψωμί και νερό μία φορά τη μέρα, από την κλειδαρότρυπα τα είδα να χαϊδεύονται χυδαία μεταξύ τους, να περπατάνε στο ταβάνι και στους τοίχους, τα είδα ακόμη να κάθονται στις καρέκλες, να ανάβουν τη λάμπα και να τραβάνε το βράδυ τις κουρτίνες, ενώ ο πόνος κάνει τις παλάμες μου να μουδιάζουν, με δυσκολία μπορώ να τις κατευθύνω, και έχω μια αίσθηση παράξενη, σαν αναγούλα που ξεκινάει από τα δάχτυλα.

Εβδομάδα έβδομη:  Περνώ την ημέρα στην αποθήκη, ανάμεσα στα κομμένα ξύλα για το τζάκι. Συνήθισα την παράλυση στις παλάμες, κι εξάλλου δε μου χρειάζονται πια σε τίποτα. Τη νύχτα, έρχονται δύο, με σηκώνουν και με μεταφέρουν στον κήπο, όπου με στερεώνουν θάβοντάς με μέχρι τα γόνατα. Και ενώ αυτά αναπαύονται κάτω από το φεγγαρόφωτο, ακκίζονται μεταξύ τους, τεντώνουν φιλάρεσκα τις αρθρώσεις τους και ξύνουν τα νύχια τους στο φράχτη, εγώ στέκομαι όρθια με ανοιχτά τα χέρια για να διώχνω τα πουλιά.