Πώς άγγιξα τον πατέρα μου (Ο συναγερμός)


Τρώγαμε ανέμελοι πουρέ από αρακά. Όχι ακριβώς ανέμελοι, μάλλον με μια ανεπαίσθητη βιασύνη. Η λάμπα φθορίου στην κουζίνα μπορεί να γίνει ιδιαίτερα καταπιεστική και τουλάχιστον σε αυτό συμφωνούμε, πάντοτε συμφωνούσαμε. Κανείς μας ωστόσο δεν την αντικατέστησε ποτέ και ούτε θα το κάνει. Παρατηρούσα μια σταγόνα ιδρώτα να γυαλίζει στο λαιμό του. Παρατηρούσε ένα κίτρινο ίχνος από μαρκαδόρο στον καρπό μου. Νύχτωνε και το υπόλοιπο σπίτι βούλιαζε στο σκοτάδι. Δεν έδειχνε να τον απασχολεί. Η λάμπα φθορίου σημάδευε τα κόκκινα και άσπρα τετράγωνα στο τραπεζομάντηλο. Καθάριζε με το κουτάλι τα υπολείμματα του πουρέ. Έσπρωξα προς το μέρος του το πιάτο μου και σμίγοντας τα φρύδια αποτελείωσε και τον δικό μου. Άφησε το κουτάλι μέσα στο πιάτο. Το φως της λάμπας έμοιαζε να έχει εξασθενίσει. Στρέψαμε τα κεφάλια προς τα πάνω και προσηλωθήκαμε σ'αυτήν. Η λάμπα αναβόσβησε μερικές φορές παράγοντας κρότους. Ένας επαναλαμβανόμενος μηχανικός ήχος άρχισε να ακούγεται από την είσοδο. Ο ήχος κλιμακωνόταν, τόσο που τον ανάγκασε να σηκώσει ενοχλημένος το βλέμμα προς το μέρος μου. Τον κοίταξα, ως συνήθως, με απάθεια. Η έκφρασή του σκλήρυνε, οι κόρες των ματιών διαστάλθηκαν και το στόμα τεντώθηκε προς τα κάτω. Πετάχτηκε από την καρέκλα του, αυτή αναποδογύρισε, έτρεξε στην πόρτα, έβαλε το σύρτη, έκλεισε τις κουρτίνες, ασφάλισε όλα τα δωμάτια και κατέβασε το γενικό. Η λάμπα έσβησε. Για λίγο στάθηκε πελαγωμένος στη μέση του χωλ ασθμαίνοντας σαν να προσπαθούσε να αφουγκραστεί. Αφουγκράστηκε. Οι ώμοι του υποχώρησαν μερικά εκατοστά. Με το ένα χέρι ψηλαφίζοντας τον τοίχο και με το άλλο πιέζοντας τον κρόταφό του με πλησίασε. Ο ήχος ερχόταν από την είσοδο τώρα εκκωφαντικός. Έβαλα τα δάχτυλα στα αφτιά μου, αυτός μου τα τράβηξε απότομα, ένιωσα τα δόντια του να ακουμπάνε για μια στιγμή στο μάγουλό μου και να εισπνέει βαθιά. "Οι ελέφαντες!", ούρλιαξε. Το ιλιγγιώδες βουητό σίγησε απότομα. Η τελευταία συλλαβή της κραυγής του έμεινε μετέωρη να αντηχεί πάνω στις κλειστές πόρτες των δωματίων. Δάγκωσε τα χείλια του. Μακρόσυρτες ανάσες, κραδασμοί στο έδαφος και υπόκωφα σφυρίγματα. Μου έπιασε σφιχτά το χέρι. Μπήκαμε κάτω από το τραπέζι. Καθίσαμε στο πάτωμα, περιμένοντας την επέλαση. Το τραπεζομάντηλο κρεμόταν γύρω μας. Αναπνέαμε, περιμέναμε, και ακριβώς τότε, εγώ περιεργαζόμουν για πρώτη φορά την παλάμη του.