Mirrorself


Κανείς δε φαντάζεται ότι οι ξύλινες κούκλες βλέπουν όνειρα. Χθες το βράδυ είδα δύο. Στο πρώτο, είχα σταθεί μπροστά στον καθρέφτη, έπεσα με δύναμη πάνω του και αυτοκτόνησα. Στο δεύτερο, ολόενα πλησίαζα με μικρά βήματα τον καθρέφτη, ώσπου τελικά ενώθηκα με το είδωλό μου και μετά πεθάναμε. Μόλις ξύπνησα, κατευθύνθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου προς τον καθρέφτη. Στάθηκα ενώπιον του ειδώλου μου. Μου φάνηκε ανέκφραστο και ψυχρό. Πανικοβλήθηκα. Έτρεξα προς το μέρος του, του άπλωσα το χέρι και το τράβηξα έξω από την κατοπτρική του φυλακή. Με ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πέρασα το επόμενο βράδυ παρέα με το είδωλό μου στο συνηθισμένο μου ράφι της βιβλιοθήκης. Κοιμήθηκα και είδα δύο όνειρα. Στο πρώτο, δολοφόνησα το είδωλό μου, ρίχνοντάς το ύπουλα από τη βιβλιοθήκη ενώ κοιμόταν και με τον ίδιο τρόπο αυτοκτόνησα. Στο δεύτερο, έκανα έρωτα με το είδωλό μου και μετά πεθάναμε. Όταν ξύπνησα, πρότεινα στο είδωλό μου να ξεβιδώσουμε τα κεφάλια μας και να τα ανταλλάξουμε ως ένδειξη αφοσίωσης και εμπιστοσύνης. Το δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Φορώντας πια το νέο μου κεφάλι, ενθουσιάστηκα με την πρόταση του ειδώλου μου να μετακινηθούμε στην ίδια πλευρά του ραφιού, για να βρισκόμαστε σε απόλυτη εγγύτητα. Το βράδυ, ωστόσο, δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ. Όταν το κατάφερα, είδα δύο όνειρα. Στο πρώτο, δραπέτευσα από το ράφι της βιβλιοθήκης αφήνοντας πίσω το είδωλό μου, διένυσα πολλά χιλιόμετρα τρέχοντας, έφτασα στη θάλασσα και εκεί αυτοκτόνησα. Στο δεύτερο, συμφώνησα με το είδωλό μου να ξεβιδώσουμε και να ανταλλάξουμε ένα-ένα όλα μας τα μέλη, και αφού ολοκληρώθηκε η ολική μεταμόσχευση, αρρωστήσαμε βαριά και μετά πεθάναμε.
Εδώ και μερικά λεπτά έχω ξυπνήσει. Βρίσκομαι πίσω από ένα γυάλινο παραπέτασμα. Μπροστά μου στέκεται κάποιος που μου μοιάζει τρομακτικά. Νομίζω ότι με έχει υπνωτίσει. Ελέγχει πλήρως τις κινήσεις μου. Τον βλέπω τώρα να τρέχει προς το μέρος μου απλώνοντάς μου το χέρι.

Memento Mori


Στο απέναντι διαμέρισμα κατοικεί ένας παράξενος άντρας. Έχει μακριά μαλλιά και γένια, άσπρα και στιλπνά, και νύχια καμπυλωμένα από το υπερβολικό μήκος. Φοράει ένα μαύρο παλτό χειμώνα-καλοκαίρι. Στο μπαλκόνι του δεσπόζει ένα θλιβερό συνονθύλευμα από αφυδατωμένους κάκτους και σπασμένες πήλινες γλάστρες. Πίσω απ'τα ξυλωμένα παράθυρά του, συχνά μου αρέσει να παρατηρώ επί ώρες τον αλλόκοτο εκείνο χώρο. Οι τοίχοι, σομόν και ξεφλουδισμένοι, αφήνουν καλώδια και σάπιες σωληνώσεις να εξέχουν απειλητικά σαν κεραίες από γιγάντια έντομα. Ο μονήρης αυτός άντρας δεν εθεάθη ποτέ να καπνίζει, να αλλάζει ρούχα ή να χτενίζει τα μαλλιά του. Γι'αυτό και ο μοναδικός οικιακός εξοπλισμός που φαίνεται να υπάρχει στο εσωτερικό του ρημαγμένου σπιτιού, σχεδόν προκαλεί με την παραδοξότητά του. Απαρτίζεται, κατά κύριο λόγο, από ξέχειλα τασάκια, που ανά είκοσι ή τριάντα συγκροτούν πύργους, οι οποίοι με τη σειρά τους, διάσπαρτοι, σχηματίζουν μια δαιδαλώδη διάταξη, ενδεχομένως μια διαδρομή συμβολικού χαρακτήρα. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει με δεκάδες στοίβες από λεκάνες γεμάτες λερωμένα ρούχα καθώς και με σωρούς από χρησιμοποιημένες βούρτσες μαλλιών, θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι ο μυστηριώδης άνδρας είχε την επιθυμία να μετατρέψει το διαμέρισμά του σε χειροποίητο λαβύρινθο. Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί το γεγονός ότι μοιάζει να επαναλαμβάνει την ίδια συγκεκριμένη διαδρομή ανάμεσα στους ιδιόμορφα μενίρ του κάθε πρωί, ενώ υποβάλλει στα βήματά του μια αντίστροφη τροχιά κάθε απόγευμα, και μια τρίτη, εντελώς διαφορετική και πιο περίπλοκη, κάθε βράδυ. Ρωτώντας, ανακάλυψα ότι είναι ποιητής. Όταν έφτασαν στα χέρια μου τα λογοτεχνικά του πονήματα, δώδεκα συνολικά, διαπίστωσα ότι είχαν μια αξιοπρόσεκτη θεματολογική και υφολογική ιδιαιτερότητα. Κάθε συλλογή ξεκινούσε με ένα σονέτο για τις ρυτίδες μιας κυρίας -στο κάθε βιβλίο πρωταγωνιστούσε και κάποιο άλλο σημείο του προσώπου της-, ακολουθούσαν είκοσι χαϊκού -καθένα από τα οποία επικεντρωνόταν σε ένα διαφορετικό σάπιο φρούτο- και έκλεινε με μια θριαβική ωδή σε ένα ερειπωμένο κτίριο- πιθανόν απομεινάρια μιας ολόκληρης, ανεξήγητα εξαφανισμένης, πολεοδομίας. Γεμάτη απορία και ανομολόγητο δέος, αποφάσισα ένα μεσημέρι να του χτυπήσω την πόρτα. Μου άνοιξε με καθυστέρηση δέκα λεπτών και με παρακίνησε σιωπηλά να μιμηθώ την τελετουργική πορεία που ο ίδιος χάραζε ανάμεσα από τις περίεργες σημαδούρες του για να φτάσουμε μέχρι το μπαλκόνι. Αδημονώντας να ακούσω τη χροιά της φωνής του, δεν άργησα να του ζητήσω εξήγηση για όλα αυτά. Δε γύρισε να με κοιτάξει. Χωρίς να αποσπαστεί από την προηγούμενη δραστηριότητά του, το προσηλωμένο πότισμα ενός ξεριζωμένου κάκτου, ψέλισσε ξερά, σα να μονολογούσε: "Συντηρώ τη φθορά".

"Αμφίβιο θηλαστικό, που χρησιμοποιεί ως ενδιαίτημα το γλυκό νερό"



Μέσα στην παλάμη μου κοιμάται μια νεογέννητη ενυδρίδα. Κουνά νωχελικά την ουρά της. Μου δαγκώνει απαλά το δέρμα. Με γαργαλάει με τη γούνα της καθώς αλλάζει στάση στον ύπνο της. Τα μικροσκοπικά της βλέφαρα με ανατριχιάζουν κάθε φορά που ανοιγοκλείνουν ανεπαίσθητα, υποκινούμενα από ονειρικές συγκινήσεις. Το βελούδινο τρίχωμά της διεισδύει ηδονικά στα κενά ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
Έκλεισα με δύναμη την παλάμη μου και συνέθλιψα την ενυδρίδα. Πάντα φοβόμουν τον αιφνιδιασμό από ύπουλη αφύπνιση τρυφερότητας.

Επιβάτις όπως είδωλο όπως άδειο βαγόνι


Γκρίζος ακίνητος αέρας. Φρέσκο τσιμέντο και καπνός. Βρίσκομαι για πρώτη φορά στη βρώμικη αποβάθρα αυτού του σταθμού. Ετοιμάζομαι να επιβιβαστώ κι εγώ στο τρένο. Ασυνήθιστη αμαξοστοιχία με μόνο δύο βαγόνια, κατ'επίφαση δίδυμα. Το πρώτο προφανώς προορίζεται για τους επιβάτες, ενώ το δεύτερο παραμένει μόνιμα ανοιχτό αλλά πάντα άδειο, χωρίς αυτό να υπαγορεύεται από κάποιον κανονισμό. Οι επιβάτες είναι ελεύθεροι σε κάθε διαδρομή να επιλέξουν ανάμεσα στα δύο, όμως ποτέ κανείς δεν προτιμά το δεύτερο. Ο άγραφος νόμος της συνήθειας, ένα δυσάρεστο κλίμα ερήμωσης, ή κάποιες μεταφυσικές ενδόμυχες αντιστάσεις, εξωθούν όλους τους επιβάτες να μεροληπτούν πιστά υπέρ του πρώτου βαγονιού. Οι επιβάτες αποφεύγουν με κάθε τρόπο να στρέψουν το βλέμμα τους προς το δεύτερο βαγόνι. Περπατάνε με την όπισθεν, γυρνάνε πλάτη στο συνομιλητή τους, χτυπάνε αγανακτισμένοι το πόδι τους στο πάτωμα σε περίπτωση που αφαιρεθούν και συμπεριλάβουν στο οπτικό τους πεδίο το άρρητα απαγορευμένο αντικείμενο.

Κατά τ'άλλα, όλοι τους είναι ενθουσιασμένοι και ροδοκόκκινοι, χωρίς ίχνος ανησυχίας για το κενό που ακολουθεί την άνω και κάτω τελεία δίπλα από τη λέξη προορισμός στο εισιτήριό τους. Η περιφρόνησή τους για το κενό βαγόνι τους οπλίζει με ακαταμάχητη αυτοπεποίθηση κι εγώ εδώ και ώρα πασχίζω να κατευνάσω εκείνη την αίσθηση παράσιτου που καταπνίγει κάθε επιθυμία μου για ταξίδι. Η σύγχύσή μου γύρω από την παρανοϊκή αντιμετώπιση των βαγονιών αρχίζει να επενεργεί και σωματικά. Το αριστερό μου μάτι-αυτό προς την πλευρά του άδειου βαγονιού-δακρύζει ακατάπαυστα, το δαχτυλίδι μου με στενεύει και νιώθω ότι η παραγεμισμένη βαλίτσα μου από στιγμή σε στιγμή θα φτύσει έξω τo άχρηστο περιεχόμενό της. Ο σταθμάρχης πρέπει να αντιλήφθηκε τη δυσφορία μου και με κοιτάζει εξονυχιστικά. Μοιάζει διεστραμμένος μέσα στη ροζ στολή του, καθώς μου αποκαλύπτει ένα χυδαίο χαμόγελο και πίσω του μια υποπράσινη οδοντοστοιχία. Έχει την αποτρόπαια σιγουριά του σαμάνου που βάζει τελετουργικά στο στόμα τα ιερά φύλλα, καθώς πλησιάζει αργά και σχεδόν ασυνείδητα τη σφυρίχτρα στα χείλη του. Την αφήνει να μισοκρέμεται εκεί και προσηλώνεται στις σπασμωδικές κινήσεις της αμηχανίας μου, μέχρι που καταλαβαίνει ότι το σάλιο του τρέχει έξω απ'το στόμα και του λερώνει το πέτο. Αυτή η εικόνα μου προκαλεί δύσπνοια και την ανάγκη να δραπετεύσω άμεσα. Η χαιρέκακη παρουσία του απέναντί μου, σφίγγει μεθοδικά ένα σκοτεινό κλοιό γύρω μου. Βρίσκεται εκεί για να με τιμωρήσει. Αν το βάλω στα πόδια ή αν μπω στο λάθος βαγόνι θα με κυνηγήσει.

Εντωμεταξύ το αγχώδες πλήθος δείχνει να αδημονεί και στοιβάζεται σταδιακά σε μια παράδοξη ουρά αναμονής, όπου στέκονται ο ένας πίσω απ'τον άλλο, αλλά με τα κεφάλια αγκυλωμένα στο πλάι και τα μάτια πεισματικά καρφωμένα στην αντίθετη κατεύθυνση από το δεύτερο βαγόνι. Νιώθω το παράλογο να με πετροβολεί. Έχω ξεμείνει στην άκρη της ουράς. Είμαι η τελευταία επιβάτις. Οφείλω να κάνω αυτό που είθισται. Οτιδήποτε άλλο, είναι ικανό να σημάνει συναγερμό. Αισθάνομαι άρρωστη, χαμένη και ηττημένη από τη βαθιά σήψη της ατμόσφαιρας του σταθμού. Αφήνω το βλέμμα του σταθμάρχη να με σπρώξει, και επιβιβάζομαι πειθήνια στο πρώτο βαγόνι.

Είμαι μέσα. Μια υγρή ζέστη σφυροκοπάει τους κροτάφους μου. Όλα είναι θολά και το πλήθος γύρω παραπαίει από προταξιδιωτική μέθη. Παράφωνοι αποχαιρετισμοί, κούφια καπέλα και γυρισμένες πλάτες. Ακουμπάω το κεφάλι στο πίσω τζάμι. Παρατηρώ το είδωλό μου. Είναι διπλασιασμένο. Με κοιτάζει κι αυτό αδιάφορα από το μπροστινό τζάμι του έρημου δεύτερου βαγονιού. Η σφυρίχτρα ήχησε σαδιστικά. Η μηχανή παίρνει μπρος. Τελευταία δευτερόλεπτα. Το είδωλό μου αρχίζει να ξεμακραίνει. Το κοιτάζω αυτή τη φορά ικετευτικά.

Τί αγαλλίαση. Η αντικατάσταση έγινε αστραπιαία και ευτυχώς δεν υποψιάστηκε κανείς τίποτα. Ξαπλώνω τώρα ευτυχισμένη στα άδεια καθίσματα.

Πορσελάνη



Aγόρασα επιτέλους εργαλεία πλασίματος πορσελάνης και ξεκίνησα να φτιάχνω το λευκό γλυπτό που χρόνια τώρα ανέβαλλα. Από την πρώτη κιόλας μέρα δουλειάς, παράξενα περιστατικά μου επιτέθηκαν κατά μέτωπο. Έβλεπα παντού μαύρες κηλίδες. Το λευκό μου σεντόνι κατειλημμένο από μυρμήγκια. Μέσα στην κούπα μου με το γάλα, μια κηλίδα μελάνι. Στις παλάμες μου μαύρα εξανθήματα. Μια σκοτωμένη μύγα στις τελευταίες άγραφες σελίδες του τετραδίου μου. Άρχισα να πιστεύω ακράδαντα ότι ήταν ζήτημα χρόνου η χρωματική αλλοίωση του ολόλευκου γλυπτού μου. Παρ'όλα αυτά, εξακολούθησα να επεξεργάζομαι νυχθημερόν και με αμείωτο ζήλο την πορσελάνη μου. Η ενασχόλησή μου μ'αυτήν μετατράπηκε σε καταφύγιο καθαρότητας. Αντιμετώπιζα τα πάντα γύρω μου με την απέχθεια που αρμόζει σε καθετί μολυσμένο. Κάποτε έφτασε η μέρα που ολοκλήρωσα τη φόρμα. Θα έπρεπε κατόπιν να ψήσω το γλυπτό ώστε να αποκτήσει το τελειωτικό, απόλυτα ακτινοβόλο λευκό που εγγυόταν η άριστη ποιότητα πορσελάνης που είχα μεταχειριστεί. Λίγα δευτερόλεπτα πριν κλείσω την πόρτα του φούρνου, ο πυρετός της αμφιβολίας είχε ήδη αντικατασταθεί από τη βεβαιότητα της διασφαλισμένης νίκης. Όσο το γλυπτό ψηνόταν, με δυσκολία μπορούσα να συγκρατήσω τις θριαμβικές ιαχές που ανέβαιναν στα χείλη μου. Η επικράτησή μου επί της νοθευμένης πραγματικότητας γύρω μου, θα γινόταν ένδοξα, ολοκληρωτικά και χειροποίητα, με μόνο όπλο μου την πίστη στην απόλυτη λευκότητα. Όταν άνοιξα με τελετουργική συγκίνηση τη βαριά πόρτα του φούρνου, αισθάνθηκα τη δικαίωση να με ζεσταίνει διαπερνώντας όλη μου τη ραχοκοκαλιά. Το γλυπτό έλαμπε μέσα στο φούρνο με μια διαστημική λευκότητα που αναδείκνυε τις απαλές του καμπύλες. Το έβγαλα προσεκτικά και το ακούμπησα στο τραπέζι. Έσβησα όλα τα φώτα, άνοιξα διάπλατα το παράθυρο και άφησα το νυχτερινό παγωμένο αέρα να χαϊδέψει τη στιλπνή επιδερμίδα της εύθραυστής μου ουτοπίας. Αφιέρωσα έναν στιγμιαίο ρεμβασμό στην ενατένιση του σιωπηλού θαύματος. Μετά πήρα το σφυρί, έκανα θρύψαλα το γλυπτό, μάζεψα τα κομμάτια και τα πέταξα στα σκουπίδια.