Η γυάλα που κρέμεται πίσω στο κάρο


Πάνε πολλά χρόνια από τότε που κουβαλούσα με το κάρο σακιά μαύρο ρύζι από το Ρικι-ανγκ στο Κου-το-γεν. Δεν έμενα ποτέ σε έναν τόπο. Συνήθιζα να μετακινούμαι μέσα από τα κρυφά περάσματα του βουνού Χιενγκ-σαν.

Ήταν ο πιο βαρύς χειμώνας που θυμάμαι. Δυνατές χιονοθύελλες είχαν φράξει τα μονοπάτια κι αναγκάστηκα να μείνω στο χωριό Τσοκάν μέχρι να φουσκώσουν ξανά οι χείμαρροι και να καθαρίσουν τους κρυσταλλομένους δρόμους του βουνού. Νοίκιασα ένα δωμάτιο στο σπίτι του γιατρού και για να ζήσω έπλεκα γάντια και τα πουλούσα. Είχα στήσει ένα πάγκο έξω από το σχολείο. Ένιωθα πολλή μοναξιά τότε και οι άνθρωποι στο χωριό σχεδόν με αποστρέφονταν αφού ήμουν ξένη και δεν ακολουθούσα την καθημερινότητα κάθε ντόπιας γυναίκας. Περισσότερο όμως υπέφερα από το φριχτό κρύο. Έκανα οικονομίες και αγόρασα ένα φτηνό μαγκάλι. Έτσι γνώρισα τον Χικέρου.

Μια μέρα πλησίασε διστακτικά και χωρίς να με κοιτάξει άπλωσε τις παλάμες του προς τη φωτιά μου. Τα τεράστια μάτια του υγρά και απορημένα καταλάμβαναν υπερβολικό χώρο στο μικροκαμωμένο του πρόσωπο. Είχε τα μαλλιά του κομμένα ίσια στο μέτωπο και συχνά έπαιζε με το χιόνι κοντά στην αυλόπορτα του σχολείου. Δε συναναστρεφόταν με άλλα παιδιά. Παρ'όλα αυτά ήταν τόσο απασχολημένος με τα ατομικά παιχνίδια που εφεύρισκε. Εγώ, στις άδειες μου ώρες πίσω απ'τον πάγκο με τα απούλητα πλεκτά γάντια, τον παρατηρούσα. Του άρεσε πολύ να καθρεφτίζεται στον πάγο μέσα στο μικρό συντριβάνι και μετά με μια αιχμηρή πέτρα να ραγίζει την επιφάνεια και να βουτάει τα χέρια του μέχρι τους αγκώνες στο κρύο νερό. Το έκανε κάθε μέρα. Αμέριμνος για ώρα αψηφώντας τα βρεγμένα μανίκια και τα γέλια των συμμαθητών, ο Χικέρου στεκόταν χαμογελώντας πάνω από το νερό. Τα μάτια του τότε διογκωμένα σπινθηροβολούσαν καθρεφτίζοντας παράξενες πορτοκαλιές ανταύγειες. Του έκανα νόημα να έρθει στο μαγκάλι μου για να ζεσταθεί όταν τον έβλεπα να φεύγει σκυθρωπός τα μεσημέρια. Του μιλούσα ακατάπαυστα αλλά δε μου απαντούσε. Ποτέ δεν είχα ακούσει τη φωνή του. Μόνο ανοιγόκλεινε τα φωτεινά μάτια του και κουνούσε συγκαταβατικά ή με ευγνωμοσύνη το κεφάλι.

Του χάρισα ένα ζευγάρι γάντια. Την επόμενη μέρα μου πρόσφερε ξερά γαλάζια δαμάσκηνα και φάγαμε μαζί. Έφτιαξα από λάδι και σπόρους ένα βάλσαμο και του άλειφα τα ξεφλουδισμένα κόκκινα χέρια μόλις αποφάσιζε να τα βγάλει από το παγωμένο νερό. Μια μέρα έφτιαξε από χιόνι ένα νούφαρο και μου το έδωσε. Το φρόντιζα κρατώντας το μακριά από τη ζέστη . Εκείνος το επέβλεπε και συμπλήρωνε κάθε τόσο το σχήμα του.

Ο χειμώνας τελείωνε. Το σιντριβάνι σκεπαζόταν πια από ένα λεπτό στρώμα πάγου. Ο δάσκαλος του σχολείου με πλήρωσε για να καθαρίσω την αυλή από το χιόνι. Με τα χρήματα που μάζεψα αγόρασα ένα ζευγάρι ξυλοπόδαρα. Την πρώτη μέρα της άνοιξης τα έκανα δώρο στον Χικέρου για να παίζει. Αυτός ενθουσιάστηκε. Στην αρχή δεν κατάφερνε να ισορροπήσει και παραπατούσε. Τα παιδιά τον κυνηγούσαν και τον κορόιδευαν. Δεν έδινε σημασία και ούτε τους αποκρινόταν. Όταν κουραζόταν, κατέφευγε πάλι στο σιντριβάνι. Τώρα μπορούσε να κάθεται στα τοιχώματα και να βυθίζει ευτυχισμένος στο νερό χέρια και πόδια.

Τα παιδιά του πήραν τα ξυλοπόδαρα τα έσπασαν και τα πέταξαν στο νερό. Ο Χικέρου δε μίλησε και ήσυχος κοιτούσε τα κομμάτια να επιπλέουν μπροστά του. Τα παιδιά θύμωσαν πολύ. Ο Χικέρου ούτε βλέμμα- μόνο χαμογελούσε στο νερό. Τα παιδιά άρχισαν να τιμωρούν το Χικέρου. Το νερό του σιντριβανιού δεν ήταν πια κρύο αλλά ο Χικέρου είχε ακόμα ανάγκη το βάλσαμο. Το πρόσωπό του γρατζουνισμένο και τα πλευρά του απόκτησαν μελανιές. Εξακολουθούσε να πηγαίνει στο σιντριβάνι.

Εγώ του τράβηξα το κεφάλι έξω εκείνο το πρωί. Τα μάτια του ήταν πορτοκαλιά και ορθάνοιχτα. Τα χείλη του ήταν μαύρα. Από μέσα τους δεν έβγαινε αέρας. Μόνο η ουρά ενός χρυσόψαρου.

Δεν ξαναγύρισα στο Τσοκάν.