Amarcord


Ο ναός. Κυλινδρικός, γυαλιστερός και μαύρος.Σαν το ημίψηλο που έπεσε από το φαλακρό κεφάλι του απρόσεκτου μαθητευόμενου μάγου. Πάνω από εβδομήντα χρονών και στέκεται ακόμα έξω απ'την αυλόπορτα επιδεικνύοντας περήφανα την αενάως αδιόρθωτη απειρία του στους περαστικούς. Πάντα το ίδιο νούμερο. Ένα μήλο που υποτίθεται πως πέφτει από τον ουρανό. Το ορθάνοιχτο στόμα του που το υποδέχεται και το καταβροχθίζει αμάσητο κατευθείαν. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα πάλι το μήλο να κατρακυλά κοροϊδευτικά στο πλακόστρωτο μέσα από το σακάκι του. Και το υστερικό γέλιο του μετά που παραπαίει και μοιάζει με μακρόσυρτο γεροντικό ή βρεφικό λυγμό. Η σκοτεινή υγρασία τον απορροφά λαίμαργα, χάνεται ο ματαιωμένος οδυρμός μέσα στη θολή ατμόσφαιρα και ακούω μόνο το κροτάλισμα των κατσαρίδων και το σύρσιμο των αρουραίων στους υπονόμους του μεταμεσονύκτιου άδειου δρόμου. Αποσύρομαι πάντα με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο συμπάθειας στα χείλη, νιώθοντας οίκτο και ανωτερότητα απέναντι στο γραφικό του θέαμα.

Εκείνο το βράδυ, ο ατάλαντος αιώνιος μαθητής διεκπεραίωσε άτσαλα και βεβιασμένα το νούμερό του, προδιαγεγραμμένα αποτυχημένο άλλωστε. Έπειτα χωρίς καθυστέρηση, έκανε αναπάντεχη μεταβολή και γλίστρησε μέσα στο ναό, κλείνοντας πίσω του καχύποπτα την πόρτα. Σκαρφαλωμένη στο αγαπημένο μου δέντρο, παραξενεύτηκα. Θορυβημένη από την πρωτοφανή και μυστηριώδη αποχώρησή του, όξυνα τις αισθήσεις μου. Περίμενα να αντιληφθώ τί διαφορετικό επωαζόταν κάτω από τη βαριά φούστα εκείνης της νύχτας. Τα αρθρόποδα και τα τρωκτικά σιωπούσαν με νόημα. Μια άγνωστη συχνότητα γαργάλησε τα αισθητήριά μου. Ένα ηχητικό ρίγος υπόκωφο αλλά ρυθμικό. Aίσθηση κυκλικής κίνησης δαχτύλων πάνω σε φρεσκοκομμένη μαρμάρινη επιφάνεια. Συγκεντρώθηκα με σφιχτά κλεισμένα βλέφαρα στον πομπό των τριγμών. Ήταν φωνές. Ψαλμωδίες. Ανεπαίσθητες. Ακατάληπτες. Κατευθύνθηκα αθόρυβα προς στο ναό. Για πρώτη φορά. Δεν ήμουν υπνωτισμένη. Άκουσα συνειδητά το κάλεσμα. Και το δέχτηκα.

Κρύος νοτισμένος αέρας. Στενή χαμηλή σήραγγα. Σιωπή. Αντήχηση από σταγόνες που στάζουν στο πέτρινο πάτωμα. Άδεια κυκλική αίθουσα, περικυκλωμένη από βαθιές κόγχες, υπονοούμενες στοές και καμάρες. Δεσμίδες κόκκινο φως από μικροσκοπικά οξυκόρυφα παράθυρα. Ξεφλουδισμένες γαλάζιες τοιχογραφίες στους περιμετρικούς παμπάλαιους τοίχους. Τις πλησιάζω αργά, αδυνατώντας να καταπνίξω το τρεμούλιασμα του κορμιού μου. Οι σαπισμένες ζωγραφιές απεικονίζουν ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες. Τα κορμιά τους είναι γυμνά και ισχνά, σχεδόν αποσκελετωμένα. Κανείς τους δεν αγγίζει και κανείς δεν αγγίζεται. Τα πρόσωπά τους παραμορφωμένα από μια έκφραση φρίκης και αηδίας. Κομμάτια σάρκας αποκολλημένα από τα μέλη τους σχηματίζουν ψηλούς μακάβριους πύργους ανάμεσά τους. Απομακρύνομαι τα μισοπεθαμένα είδωλα, κορεσμένη από ζόφο και αποφασισμένη να κινηθώ προς την έξοδο. Τότε επιστρέφει ο ίδιος βόμβος. Ένα πολλαπλό γουργούρισμα που μετετρέπεται σε υποτυπώδη ψαλμωδία. Κάτι σφαιρικό κατρακυλά προς το μέρος μου, με προσπερνά και συνεχίζει την πορεία του προς το βάθος του ναού. Είναι ένα κατακόκκινο μήλο. Το ακολουθώ. Οι ψαλμοί δυναμώνουν. Με οδηγεί σε μια κόγχη και ακινητοποιείται. Μέσα στην κόγχη ένα κενό μαύρο κοστούμι. Στέκεται όρθιο και άκαμπτο εκπέμποντας έναν από τους τόνους του ανεξήγητου ήχου. Ένα δεύτερο μήλο φτάνει στα πόδια μου και με οδηγεί μέχρι την επόμενη κόγχη. Ένα ακόμη άδειο κοστούμι που ψέλνει. Ένα μήλο για κάθε μαύρο κοστούμι. Ένα μαύρο κοστούμι για κάθε κόγχη.

Αφού εξιχνίασα περιμετρικά όλες τις πηγές της παράταιρης ψαλμωδίας, κατέληξα εκεί από όπου είχα ξεκινήσει. Ανίκανη να πιστέψω αλλά ούτε και να ερμηνεύσω. Ένα σαφές προαίσθημα επικείμενης απώλειας της λογικής μου δυσχέραινε την προσπάθειά να θυμηθώ το δρόμο προς την πόρτα. Ο πανικός με συμβουλεύει να τρέξω. Κόγχη, σκοτάδι, κοστούμι, ο ήχος κλιμακώνεται, ξανά κόγχη, κοστούμι, ο ήχος ακόμα πιο διαπεραστικός, κόγχη, κοστούμι, ο ήχος εκκωφαντικός, η πύλη άφαντη, κόγχες, κοστούμια, ένας γιγάντιος θόρυβος, δύσπνοια, τρέκλισμα, παράλυση. Ξαφνική παύση του ήχου.

Βρίσκομαι σωριασμένη μπροστά στη μικρή σήραγγα προς τα έξω. Σταδιακά συνέρχομαι και αναρωτιέμαι αν κατακρημνίστηκα σε αλλόκοτους εφιάλτες μόλις εισήλθα στο ναό. Καθησυχάζομαι με αυτή την παραδοχή, τώρα έχω ξυπνήσει, τεντώνω το σώμα μου και ετοιμάζομαι να συρθώ προς την έξοδο. Ωστόσο, η προσοχή μου αποσπάται από κάτι σφαιρικό που κατρακυλά προς το μέρος μου. Με προσπερνά και συνεχίζει την πορεία του προς την κυκλική αίθουσα. Είναι ένα κατακόκκινο μήλο. Το εμπιστεύομαι και με παρασύρει στο κέντρο του κύκλου. Ένας γνώριμος ήχος επανέρχεται. Η ηχώ στο σημείο αυτό τον συμπυκνώνει διαστέλλοντάς τον τρομακτικά. Κουλουριάζομαι. Επτά γιγάντιες σκιές μαύρων κοστουμιών ορθώνονται στις λιθοδομές γύρω μου. Αλλάζουν ακατάπαυστα σχήμα και διαστάσεις με τις διακυμάνσεις του ψαλμού. Ο ήχος πυκνός όπως το μαύρο χρώμα που εμποτίζει προοδευτικά κάθε ελεύθερη επιφάνεια του ναού και της συνείδησής μου.

Πεισιθάνατη διαίσθηση πνιγμού. Στεγνό στόμα και εξογκωμένα μάτια. Κουλουριάζομαι πιο σφιχτά πάνω στο παγωμένο δάπεδο για να κατευνάσω τους σπασμούς μου. Στρέφω απελπισμένα το κεφάλι προς τα πάνω πασχίζοντας να συνεχίσω να αναπνέω. Ο θόλος του ναού είναι τοιχογραφημένος. Ένα πράσινο δέντρο. Το αγαπημένο μου δέντρο. Ένα μαύρο κοστούμι κρέμεται πάνω του. Το δέρμα μου. Τριγύρω οι γαλάζιοι λιμοκτονούντες. Η ψαλμωδία κορυφώνεται. Η οροφή δονείται. Το δέντρο φυλλορροεί. Κάτι κόκκινο και σφαιρικό προεξέχει μέσα από το κοστούμι. Αρχίζει να πέφτει κατακόρυφα προς τα πάνω μου. Για πρώτη και τελευταία φορά, χρησιμοποίησα το κούφιο μου δόντι.