Soloist


Χειροκρότημα. Χαμηλώνουν τα φώτα. Τα παπούτσια του μαύρα μυτερά με τακούνι. Βηματίζοντας παράγουν αυθάδεις κρότους στο ξύλινο παρκέ. Φτάνει μπροστά στον προβολέα. Ελαφριά υπόκλιση με μια ανεπαίσθητη μηχανική κύρτωση της λεκάνης. Μερικοί ανυπόμονοι ψίθυροι από το ακροατήριο. Κάθεται στο σκαμπό. Ρίχνει με χάρη προς τα πίσω την ουρά του φράκου του. Μικρή σιωπή. Συγκεντρώνεται. Σμίγει τα φρύδια και πλησιάζει τα δάχτυλα στα πλήκτρα χωρίς όμως να τα αγγίζει. Ένα αμυδρό συνωμοτικό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του και οι πρώτες νότες στον αέρα. Τα χέρια του κινούνται με άνεση και ελαφρότητα. Το χαμόγελο γίνεται όλο και πιο ηδονικό και κλείνει απαλά τα βλέφαρα. Ολόκληρο το σώμα του παραδίνεται στα κύματα της μελωδίας. Πότε πότε ανασηκώνει ηδονικά τα φρύδια και τους ώμους του ταυτόχρονα γέρνοντας μπροστά. Ο λαιμός του λικνίζεται περιστροφικά. Τα πέλματά του ανασηκώνονται από τα πετάλια του πιάνου σα να μην μπορεί να τα ελέγξει και χτυπάνε με ασυγκράτητη δύναμη το πάτωμα, ακολουθώντας το ρυθμό.

Το κομμάτι οδεύει προς το κρεσέντο του. Ένας θριαμβικός μορφασμός έχει εγκατασταθεί στο πρόσωπό του. Γλείφει με μανία τα χείλη του και αφήνει το σάλιο να κυλήσει στο σαγόνι. Μια έκφραση ανείπωτης απόλαυσης παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του. Αφήνει το κεφάλι του να πέσει προς τα πίσω. Αναπνέει βαθιά. Οι αναπνοές του γίνονται βαθμιαία πιο έντονες, κοφτές, οργασμικές. Τα μάτια του στυλωμένα στο ταβάνι εξέχουν από τις κόγχες. Τα δάχτυλα διατρέχουν ιλιγγιωδώς τα πλήκτρα. Και απότομα σταματάνε. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει λαχανιασμένο. Τα άκρα του κρέμονται σαν νεκρά. Χειροκροτήματα πυκνά και γενναιόδωρα. Το κοινό στέκεται όρθιο και τον επευφημεί με ενθουσιασμό. Σηκώνεται, φαίνεται να έχει συνέλθει. Κάνει τρεις βαθιές υποκλίσεις και δέχεται την ανθοδέσμη συγκινημένος.

Μισή ώρα αργότερα, η αίθουσα έχει αδειάσει. Βγαίνει ακροπατώντας από το καμαρίνι στη σκοτεινή σκηνή. Τρεις συνθηματικοί χτύποι στο καπάκι για να τον αντιληφθώ και μετά το ανοίγει. Αφαιρεί πρώτα τις ματωμένες λεπίδες και τα νήματα προσάρτησής τους στις χορδές του πιάνου χωρίς καν να με κοιτάξει. Έπειτα, ξεκλειδώνει το πλευρικό άνοιγμα και με βοηθάει να βγω έξω. Με παίρνει στην αγκαλιά του και με μεταφέρει στο καμαρίνι. Με ξαπλώνει στη βελούδινη πολυθρόνα. Όλη τη νύχτα με χαϊδεύει τρυφερά, με παρηγορεί, με φιλάει σε ολόκληρο το σώμα και περιποιείται τις πληγές μου. Όπως γίνεται μετά από κάθε επιτυχημένη συναυλία.

Αλεξικέραυνα


Στους πρόποδες, μας φόρτωσαν στη μαύρη καρότσα του φορτηγού. Ξεκινήσαμε τον ανήφορο. Ο δρόμος δύσβατος και βραχώδης. Το αμάξι, έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Εμείς, διασκεδάζαμε με τα τραντάγματα στις στροφές. Φαντασιωνόμασταν τους εαυτούς μας στην κορυφή και σχεδόν κλαίγαμε από ενθουσιασμό. Η προσμονή γινόταν όλο και πιο ερεθιστική, καθώς αφήναμε πίσω μας και τα τελευταία δείγματα βλάστησης. Από εδώ και πάνω η ατμόσφαιρα αρχίζει να αραιώνει. Η επικράτεια της παγωμένης στέπας δέχεται με απροθυμία το ασθμαίνον μας όχημα. Το κρύο δε μας πτοεί. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, τραγουδάμε ένα εύθυμο τραγούδι για τις περιπέτειες του διαμαντένιου τάρανδου που κυνηγούσε τη χιονοθύελλα. Το υψόμετρο που αυξάνει ολοένα, κάνει τα μάτια μας να σπινθηροβολούν από ανυπομονησία. Πότε πότε ανταλλάσσουμε μεταξύ μας χαρούμενα βλέμματα συνενοχής. Ένα μακρινό βουητό που κλιμακώνεται επιβεβαιώνει στα συνεπαρμένα μας αυτιά ότι μεταφερόμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Μετράμε πια αντίστροφα τις ανάσες μας μέχρι το τέλος της διαδρομής. Η μηχανή του φορτηγού αγκομαχεί και η κλίση του εδάφους προσεγγίζει τις ενενήντα μοίρες. Ποτέ δε θυμόμαστε να έχουμε αισθανθεί τόσο καθαρά ευτυχισμένοι. Είμαστε κοντά. Κάποιοι από μας αδυνατούν να καταπνίξουν τη χαρούμενη αγωνία τους και χτυπάνε ρυθμικά τα τοιχώματα της καρότσας. Το σφύριγμα του ανέμου επιτέλους εκκωφαντικό. Το φορτηγό σβήνει τη μηχανή. Φτάσαμε. Αφουγκραζόμαστε και αναπνέουμε βαθιά.
Ένα άλλο φορτηγό βρίσκεται ήδη εκεί πριν από μας. Έχουν ξεφορτώσει τους προηγούμενους και έναν έναν τους συναρμολογούν. Τους συγκολλούν με επιπλέον υποστηρικτικά εξαρτήματα, γρανάζια, τροχαλίες, πηδάλιο, πλαστικά φτερά και ένα υποτυπώδες τιμόνι. Μόλις αποπερατώνουν το κάθε ανεμόπτερο, του παρέχουν μια γερή ώθηση και το απελευθερώνουν στο βάραθρο. Απογειώνονται κατευθείαν και αφήνονται στις διαθέσεις των θρυλικών ανέμων της κορυφής. Παρατηρούμε σαγηνεμένοι.

Ήρθε η σειρά μας. Ταχυπαλμία και κοφτά επιφωνήματα λαχτάρας. Μας βγάζουν από την καρότσα και μας πετάνε στο χιόνι. Περιμένουμε να φέρουν τα εργαλεία της συναρμολόγησης. Σε λίγο θα αφομοιωθούμε από τα σύννεφα. Σε λίγο ο άνεμος θα μας αγκαλιάσει σφιχτά. Σε λίγο θα αποκολληθούμε για πάντα από το χώμα. Ιπτάμενη ευδαιμονία. Η υπόσχεση των αιθέρων.

Επιστρέφουν με τρυπάνια. Δημιουργούν βαθιές ρωγμές που διαπερνούν τον πάγο και καταλήγουν στο πέτρινο υπόστρωμα. Μας στήνουν όρθιους και μας στερεώνουν με δύναμη στις σχισμές. Κάνουν απότομη μεταβολή, μπαίνουν ξανά στο φορτηγό και απομακρύνονται επιταχύνοντας.

Απομείναμε να ατενίζουμε ανέκφραστοι τα σκοτεινά σύννεφα που καλπάζουν ανελέητα προς το μέρος μας.

Amarcord


Ο ναός. Κυλινδρικός, γυαλιστερός και μαύρος.Σαν το ημίψηλο που έπεσε από το φαλακρό κεφάλι του απρόσεκτου μαθητευόμενου μάγου. Πάνω από εβδομήντα χρονών και στέκεται ακόμα έξω απ'την αυλόπορτα επιδεικνύοντας περήφανα την αενάως αδιόρθωτη απειρία του στους περαστικούς. Πάντα το ίδιο νούμερο. Ένα μήλο που υποτίθεται πως πέφτει από τον ουρανό. Το ορθάνοιχτο στόμα του που το υποδέχεται και το καταβροχθίζει αμάσητο κατευθείαν. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα πάλι το μήλο να κατρακυλά κοροϊδευτικά στο πλακόστρωτο μέσα από το σακάκι του. Και το υστερικό γέλιο του μετά που παραπαίει και μοιάζει με μακρόσυρτο γεροντικό ή βρεφικό λυγμό. Η σκοτεινή υγρασία τον απορροφά λαίμαργα, χάνεται ο ματαιωμένος οδυρμός μέσα στη θολή ατμόσφαιρα και ακούω μόνο το κροτάλισμα των κατσαρίδων και το σύρσιμο των αρουραίων στους υπονόμους του μεταμεσονύκτιου άδειου δρόμου. Αποσύρομαι πάντα με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο συμπάθειας στα χείλη, νιώθοντας οίκτο και ανωτερότητα απέναντι στο γραφικό του θέαμα.

Εκείνο το βράδυ, ο ατάλαντος αιώνιος μαθητής διεκπεραίωσε άτσαλα και βεβιασμένα το νούμερό του, προδιαγεγραμμένα αποτυχημένο άλλωστε. Έπειτα χωρίς καθυστέρηση, έκανε αναπάντεχη μεταβολή και γλίστρησε μέσα στο ναό, κλείνοντας πίσω του καχύποπτα την πόρτα. Σκαρφαλωμένη στο αγαπημένο μου δέντρο, παραξενεύτηκα. Θορυβημένη από την πρωτοφανή και μυστηριώδη αποχώρησή του, όξυνα τις αισθήσεις μου. Περίμενα να αντιληφθώ τί διαφορετικό επωαζόταν κάτω από τη βαριά φούστα εκείνης της νύχτας. Τα αρθρόποδα και τα τρωκτικά σιωπούσαν με νόημα. Μια άγνωστη συχνότητα γαργάλησε τα αισθητήριά μου. Ένα ηχητικό ρίγος υπόκωφο αλλά ρυθμικό. Aίσθηση κυκλικής κίνησης δαχτύλων πάνω σε φρεσκοκομμένη μαρμάρινη επιφάνεια. Συγκεντρώθηκα με σφιχτά κλεισμένα βλέφαρα στον πομπό των τριγμών. Ήταν φωνές. Ψαλμωδίες. Ανεπαίσθητες. Ακατάληπτες. Κατευθύνθηκα αθόρυβα προς στο ναό. Για πρώτη φορά. Δεν ήμουν υπνωτισμένη. Άκουσα συνειδητά το κάλεσμα. Και το δέχτηκα.

Κρύος νοτισμένος αέρας. Στενή χαμηλή σήραγγα. Σιωπή. Αντήχηση από σταγόνες που στάζουν στο πέτρινο πάτωμα. Άδεια κυκλική αίθουσα, περικυκλωμένη από βαθιές κόγχες, υπονοούμενες στοές και καμάρες. Δεσμίδες κόκκινο φως από μικροσκοπικά οξυκόρυφα παράθυρα. Ξεφλουδισμένες γαλάζιες τοιχογραφίες στους περιμετρικούς παμπάλαιους τοίχους. Τις πλησιάζω αργά, αδυνατώντας να καταπνίξω το τρεμούλιασμα του κορμιού μου. Οι σαπισμένες ζωγραφιές απεικονίζουν ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες. Τα κορμιά τους είναι γυμνά και ισχνά, σχεδόν αποσκελετωμένα. Κανείς τους δεν αγγίζει και κανείς δεν αγγίζεται. Τα πρόσωπά τους παραμορφωμένα από μια έκφραση φρίκης και αηδίας. Κομμάτια σάρκας αποκολλημένα από τα μέλη τους σχηματίζουν ψηλούς μακάβριους πύργους ανάμεσά τους. Απομακρύνομαι τα μισοπεθαμένα είδωλα, κορεσμένη από ζόφο και αποφασισμένη να κινηθώ προς την έξοδο. Τότε επιστρέφει ο ίδιος βόμβος. Ένα πολλαπλό γουργούρισμα που μετετρέπεται σε υποτυπώδη ψαλμωδία. Κάτι σφαιρικό κατρακυλά προς το μέρος μου, με προσπερνά και συνεχίζει την πορεία του προς το βάθος του ναού. Είναι ένα κατακόκκινο μήλο. Το ακολουθώ. Οι ψαλμοί δυναμώνουν. Με οδηγεί σε μια κόγχη και ακινητοποιείται. Μέσα στην κόγχη ένα κενό μαύρο κοστούμι. Στέκεται όρθιο και άκαμπτο εκπέμποντας έναν από τους τόνους του ανεξήγητου ήχου. Ένα δεύτερο μήλο φτάνει στα πόδια μου και με οδηγεί μέχρι την επόμενη κόγχη. Ένα ακόμη άδειο κοστούμι που ψέλνει. Ένα μήλο για κάθε μαύρο κοστούμι. Ένα μαύρο κοστούμι για κάθε κόγχη.

Αφού εξιχνίασα περιμετρικά όλες τις πηγές της παράταιρης ψαλμωδίας, κατέληξα εκεί από όπου είχα ξεκινήσει. Ανίκανη να πιστέψω αλλά ούτε και να ερμηνεύσω. Ένα σαφές προαίσθημα επικείμενης απώλειας της λογικής μου δυσχέραινε την προσπάθειά να θυμηθώ το δρόμο προς την πόρτα. Ο πανικός με συμβουλεύει να τρέξω. Κόγχη, σκοτάδι, κοστούμι, ο ήχος κλιμακώνεται, ξανά κόγχη, κοστούμι, ο ήχος ακόμα πιο διαπεραστικός, κόγχη, κοστούμι, ο ήχος εκκωφαντικός, η πύλη άφαντη, κόγχες, κοστούμια, ένας γιγάντιος θόρυβος, δύσπνοια, τρέκλισμα, παράλυση. Ξαφνική παύση του ήχου.

Βρίσκομαι σωριασμένη μπροστά στη μικρή σήραγγα προς τα έξω. Σταδιακά συνέρχομαι και αναρωτιέμαι αν κατακρημνίστηκα σε αλλόκοτους εφιάλτες μόλις εισήλθα στο ναό. Καθησυχάζομαι με αυτή την παραδοχή, τώρα έχω ξυπνήσει, τεντώνω το σώμα μου και ετοιμάζομαι να συρθώ προς την έξοδο. Ωστόσο, η προσοχή μου αποσπάται από κάτι σφαιρικό που κατρακυλά προς το μέρος μου. Με προσπερνά και συνεχίζει την πορεία του προς την κυκλική αίθουσα. Είναι ένα κατακόκκινο μήλο. Το εμπιστεύομαι και με παρασύρει στο κέντρο του κύκλου. Ένας γνώριμος ήχος επανέρχεται. Η ηχώ στο σημείο αυτό τον συμπυκνώνει διαστέλλοντάς τον τρομακτικά. Κουλουριάζομαι. Επτά γιγάντιες σκιές μαύρων κοστουμιών ορθώνονται στις λιθοδομές γύρω μου. Αλλάζουν ακατάπαυστα σχήμα και διαστάσεις με τις διακυμάνσεις του ψαλμού. Ο ήχος πυκνός όπως το μαύρο χρώμα που εμποτίζει προοδευτικά κάθε ελεύθερη επιφάνεια του ναού και της συνείδησής μου.

Πεισιθάνατη διαίσθηση πνιγμού. Στεγνό στόμα και εξογκωμένα μάτια. Κουλουριάζομαι πιο σφιχτά πάνω στο παγωμένο δάπεδο για να κατευνάσω τους σπασμούς μου. Στρέφω απελπισμένα το κεφάλι προς τα πάνω πασχίζοντας να συνεχίσω να αναπνέω. Ο θόλος του ναού είναι τοιχογραφημένος. Ένα πράσινο δέντρο. Το αγαπημένο μου δέντρο. Ένα μαύρο κοστούμι κρέμεται πάνω του. Το δέρμα μου. Τριγύρω οι γαλάζιοι λιμοκτονούντες. Η ψαλμωδία κορυφώνεται. Η οροφή δονείται. Το δέντρο φυλλορροεί. Κάτι κόκκινο και σφαιρικό προεξέχει μέσα από το κοστούμι. Αρχίζει να πέφτει κατακόρυφα προς τα πάνω μου. Για πρώτη και τελευταία φορά, χρησιμοποίησα το κούφιο μου δόντι.