Το νταούλι


Στριφογυρίζω ανάμεσα στον αριστερό μου δείκτη και τον αντίχειρα την άκρη της πλεξούδας μου. Δίπλα μου αναπαύεται το νταούλι. Δεν κοιτάζω μπροστά τα βαλτωμένα νερά της λίμνης που γλείφουν από συνήθεια τα ξύλα της βρώμικης προβλήτας. Κοιτάζω κάτω. Λερωμένο φουστάνι και ξεθωριασμένα παπούτσια. Κάποιοι ψαράδες δίπλα καβγαδίζουν για τα δολώματα. Ένας ψόφιος βάτραχος επιπλέει ανάμεσα στα σάπια καλάμια. Ουρανός μουχλιασμένος και πράσινος. Στρέφω το πρόσωπο αργά και απρόθυμα προς τα πάνω. Μια αδιαπέραστη ομίχλη με έχει τυλίξει. Ασάλευτος συμπυκνωμένος άνεμος. Εκτυφλωτικό γκρίζο. Συνειδητοποιώ ότι έχω μείνει μόνη. Δυο κοράκια πετάγονται από μια συστάδα δέντρων στην απέναντι όχθη κρώζοντας στριγγά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

Αφήνω από το χέρι μου την άκρη της πλεξούδας. Η πλεξούδα, μαζί με τα υπόλοιπα μαλλιά, πέφτει κάτω σαν περούκα στα βρεγμένα σανίδια. Η βραδινή πάχνη υγραίνει τα ρούχα και περονιάζει το γυμνό κεφάλι μου. Όλα εξαχνώνονται τριγύρω. Σηκώνω το νταούλι. Το περνάω στον αριστερό μου ώμο. Πιάνω τα ξύλα. Το χτυπάω. Αργά σαν κάλεσμα. Δυνατά σαν κέλευσμα. Ισχνές βραδυκίνητες σκιές αναδύονται από το βάθος της καταχνιάς. Μαύρες σταγόνες που διαλύονται σε θολή παλέτα. Φοβούνται να αποσαφηνίσουν την παρουσία τους. Ένα ένα τολμούν ωστόσο να διακρίνονται όλο και πιο καθαρά. Φαλακρά πλάσματα και κοντόσωμα ντυμένα με κουρέλια. Τα παιδιά του χωριού. Με άκουσαν. Συνεχίζω να βαράω το νταούλι. Πλησιάζουν στην αρχή διστακτικά. Επιταχύνω το ρυθμό. Στοιχίζονται σε μια σειρά από πίσω μου και ξεκινάμε.

Αφήνουμε πίσω μας τα τελευταία σπίτια. Περπατάμε τώρα ανάμεσα σε απέραντους κίτρινους λόφους με τουλίπες. Εγώ επικεφαλής βαράω το νταούλι εύθυμα και ανυπόμονα. Μερικά παιδιά με σιγοντάρουν σφυρίζοντας. Οι μικρότεροι από τους συνοδοιπόρους μου τραγουδάνε σε μια αυτοσχέδια γλώσσα. Ουρανός πορτοκαλής και ελπιδοφόρος. Δεν περπατάμε πια. Τρέχουμε. Στο δρόμο μας βρίσκουμε τα χωράφια με τις παπαρούνες. Τα παιδιά κυλιούνται στο κόκκινο χαλί, στερεώνουν λουλούδια στα αυτιά τους και μασάνε τους σπόρους. Χαμογελάω καθώς τα παρατηρώ καθισμένη οκλαδόν. Εξακολουθώ να βαράω το νταούλι χαμηλόφωνα αλλά σταθερά.

Νυχτώνει και το κόκκινο χάνεται στο μαύρο. Με γρήγορα και κοφτά χτυπήματα στο νταούλι δίνω το σήμα. Παρατάσσονται υπάκουα και πάλι από πίσω μου και επανερχόμαστε στην πορεία μας. Με πνιχτές κραυγές ενθουσιασμού τα παιδιά υποδέχονται το σκοτάδι σα να το αντικρίζουν για πρώτη φορά. Κυνηγάνε τις πυγολαμπίδες και διηγούνται διαδοχικά παράξενες ιστορίες που διαδραματίζονται σε φανταστικούς αστερισμούς. Ουρανός εβένινος και αστραφτερός. Βαράω το νταούλι τρυφερά, σχεδόν ψιθυριστά. Η κούραση σταδιακά γαληνεύει τα ενθουσιώδη πρόσωπα και καθιστά τις χειρονομίες τους νωχελικές.

Προσεγγίζουμε επιτέλους την Κοιλάδα. Από μακριά προβάλλουν επιβλητικοί οι σωροί χιλιάδων σωμάτων που αντανακλούν πρισματικά το φεγγαρόφωτο. Τα παιδιά βαδίζουν ράθυμα σέρνοντας τα πόδια τους και τρίβοντας τα βαριά τους βλέφαρα. Βαράω το νταούλι απαλά και καθησυχαστικά. Η άφιξή μας στις παρυφές της Κοιλάδας επιβεβαίωσε τη συνωμοτική εικασία των συντρόφων μου ότι τα στοιβαγμένα κορμιά ανήκουν σε παιδιά που κοιμούνται. Διακόπτω τους χτύπους. Ξεκρεμάω το νταούλι από τον ώμο μου και το αφήνω προσεκτικά κάτω, δίπλα στα ξύλα. Σκαρφαλώνουμε με ήσυχες κινήσεις στο κοντινότερο κοιμώμενο σύμπλεγμα. Τα παιδιά ξαπλώνουν αποκαμωμένα στην κορυφή και κουρνιάζουν το ένα δίπλα στο άλλο για να ζεσταθούν. Αστραπιαία και αμαχητί βυθίζονται σε απύθμενο ύπνο. Ένας ανεπαίσθητος μορφασμός ευτυχίας στα στόματά και στα φρύδια τους.

Κατεβαίνω ελαφροπατώντας αθόρυβα από το σωρό των αποκοιμισμένων παιδιών. Κρεμάω ξανά στον ώμο το νταούλι. Κρατάω τα ξύλα ανάμεσα στα δόντια. Με τα χέρια ψηλαφίζω το κρανίο μου. Ήδη ένα αδύναμο πρώτο χνούδι έχει αρχίσει να φυτρώνει. Μέχρι να φτάσω στο επόμενο χωριό θα έχει γίνει πλεξούδα για να στριφογυρίζω την άκρη της ανάμεσα στον αριστερό μου δείκτη και τον αντίχειρα, περιμένοντας την ομίχλη.