Ανοιχτήρι


Αντιμετωπίζω μια σπάνια ψυχοσωματική πάθηση. Φαντάζει διασκεδαστικά σουρεαλιστική εκ πρώτης όψεως, εντούτοις έχει άμεσο και καταλυτικό αντίκτυπο στην καθημερινότητά μου. Δυσχεραίνει τις συναναστροφές μου με τους άλλους και καθιστά αδιέξοδη έως γελοία οποιαδήποτε απόπειρα επικοινωνίας. Στην κορυφή του λαιμού των ανθρώπων, στη θέση όπου κάθε ανατομικά και ψυχολογικά υγιής άνθρωπος θα εντόπιζε ένα κεφάλι, εγώ δε διακρίνω τίποτα περισσότερο από ένα μεταλλικό δοχείο. Συμπαγές, αεροστεγές, κυλινδρικού σχήματος. Πέρα από την οπτική αλλοίωση που η περίεργή μου ασθένεια επιφέρει στις διαπροσωπικές μου επαφές, με τρόμο έχω συνειδητοποιήσει ότι τα συμπτώματα επεκτείνονται και στις υπόλοιπες αισθήσεις μου. Ακούω τις φωνές των ανθρώπων με αυξημένο βάθος και αντήχηση, ενώ αγγίζοντάς τους στο πρόσωπο αντιμετωπίζω μια στιλπνή και παγωμένη επιφάνεια. Επτά χρόνια τώρα, έχω εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να υπομένει μοναχικά, τις επιπτώσεις ενός νοσήματος αμιγώς αυτοάνοσου, μη ορατές για τους άλλους, ακραία αυτοβασανιστικές, ικανές να με ωθήσουν στον απόλυτο αυτισμό.

Η σοβαρότερη όμως παρενέργεια της ασθένειας δεν έχει να κάνει με τις αισθήσεις. Το βακτήριο της πιο καλπάζουσας μορφής με έχει μολύνει υποδόρια. Μου κατατρώει μεθοδικά τον εγκέφαλο, προκαλώντας μου μια ατέρμονη περιέργεια σχετικά με το περιεχόμενο των δοχείων που αντικρίζω γύρω μου αντί για πρόσωπα. Πλάθω καθημερινά εκατοντάδες εικασίες για τους θησαυρούς ή το απόλυτο κενό που τα μυστικοπαθή μεταλλικά δοχεία κλείνουν ερμητικά μέσα τους. Εδώ και επτά χρόνια συσσωρεύω δυνητικά σενάρια, αδύνατο να επαληθευτούν ή να διαψευσθούν. Τα καταγράφω σε χαρτιά, που στο τέλος κάθε ημέρας τα ρίχνω στο τζάκι ή τα πολτοποιώ και ύστερα τα καταπίνω. Υποφέρω από αϋπνίες, πάσχω από έλλειψη συγκέντρωσης και μια μόνιμη νευρικότητα συνοδεύει τις κινήσεις μου. Το μυαλό μου σέρνεται γύρω από τις ίδιες ψυχαναγκαστικές υποθέσεις σαν σαύρα που κυνηγάει την ουρά της. Μάταια, καθώς η φυσική μου συστολή και η επίκτητή μου ατολμία, με εμποδίζουν να επιτεθώ με οποιοδήποτε τρόπο σε κάποιο από τα δοχειοκέφαλα πλάσματα. Ασφαλώς και έχω δολοφονικές φαντασιώσεις. Συχνά ονειρεύομαι μάλιστα, ότι το περιεχόμενο των μεταλλικών δοχείων είναι βρώσιμο-κάποιου είδους νέκταρ της αθανασίας ή μέλι των θεών- και τότε οι φαντασιώσεις μου φλερτάρουν με τον κανιβαλισμό.

Ακούγεται οξύμωρο, αλλά συνέβη. Ερωτεύτηκα ένα από τα όντα με το ανθρώπινο σώμα και το μεταλλικό κυλινδρικό κεφάλι. Ζούμε μαζί. Κουβεντιάζουμε. Τρώμε. Κάνουμε έρωτα. Ταξιδεύουμε. Γερνάμε. Φυσιολογικά. Παρόλα αυτά, η χαμένη αρμονία δεν επανήλθε ποτέ στις στιγμές μου. Ένα λεπτό μαύρο ποντίκι σέρνεται αργά και υπομονετικά ροκανίζοντας ακόμα τα βαθύτερα στρώματα του εαυτού μου. Το πλέον φρικτό σύμπτωμα της αρρώστιας μου το υποφέρω όταν καλούμαι να τον φιλήσω. Νιώθω ότι βυθίζω το στόμα μου σε ένα ποτήρι με ρινίσματα σιδήρου. Αποπνικτική μεταλλική οσμή και αιμάτινη γεύση σιδήρου, που μετατρέπεται σε επίγευση επίμονη για ώρες. Συχνά σε ανύποπτο χρόνο, συνειδητοποιώ ότι έχω αφαιρεθεί να κοιτάζω μαγνητισμένη το δοχείο του, με γουρλωμένα μάτια και μισάνοιχτο στόμα. Αποφεύγω να τον αγγίζω σε εκείνη την περιοχή. Όταν κάνω το λάθος να παρασυρθώ, με διαπερνά μια γιγάντια λύσσα σε μορφή ρίγους και φτάνω στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Όχι, δεν είναι από ηδονή όπως τον αφήνω να πιστεύει. Είναι η ίδια παλιά λαχτάρα μου για τον μεταλλικά φυλακισμένο γρίφο, που μαρτυρικά με τριβελίζει ακόμα.

Περασμένα μεσάνυχτα. Αδύνατο να κοιμηθώ. Δίπλα μου το στήθος του ανεβοκατεβαίνει τόσο γαλήνια. Μοιάζει με ανυπεράσπιστο βρέφος. Φέγγει μέσα στο δωμάτιο η χαλασμένη λάμπα του δρόμου που αναβοσβήνει τρίζοντας. Κάποια βρύση ξεχάστηκε να στάζει αργά και πεισματικά. Τρέμω από την υπερένταση. Τινάζομαι σπασμωδικά με κάθε σταγόνα που πέφτει. Σηκώνομαι. Αναπνέω με δυσκολία. Κάνω προσπάθεια και φτάνω στην κουζίνα. Διψάω, αλλά δε μπορώ να καταπιώ. Κάτι με πνίγει, αλλά είμαι γυμνή. Το ανοιχτήρι. Κομψό και ευρηματικό εργαλείο.

Ξανά το δωμάτιο. Ξανά οι κίτρινες σκιές. Το κεφάλι του. Γυαλίζει. Σκληρή λάμψη που με τυφλώνει. Ξανά η δύσπνοια. Χρειάζομαι οξυγόνο. Ανοίγω το στόμα. Το σάλιο μου στάζει πάνω στο μέταλλο. Ένα ρυάκι σχηματίζεται και μουσκεύει το σεντόνι. Θολό σκοτάδι. Κοφτές αναπνοές. Το τσάκισμα. Ήχος μετάλλου που σκίζεται. Το σκυμμένο κεφάλι μου. Το κατακρεουργημένο δοχείο. Κατάδυση.

Μπροστά στον καθρέφτη το πρόσωπό μου καλυμμένο με σκόνη.

Το νταούλι


Στριφογυρίζω ανάμεσα στον αριστερό μου δείκτη και τον αντίχειρα την άκρη της πλεξούδας μου. Δίπλα μου αναπαύεται το νταούλι. Δεν κοιτάζω μπροστά τα βαλτωμένα νερά της λίμνης που γλείφουν από συνήθεια τα ξύλα της βρώμικης προβλήτας. Κοιτάζω κάτω. Λερωμένο φουστάνι και ξεθωριασμένα παπούτσια. Κάποιοι ψαράδες δίπλα καβγαδίζουν για τα δολώματα. Ένας ψόφιος βάτραχος επιπλέει ανάμεσα στα σάπια καλάμια. Ουρανός μουχλιασμένος και πράσινος. Στρέφω το πρόσωπο αργά και απρόθυμα προς τα πάνω. Μια αδιαπέραστη ομίχλη με έχει τυλίξει. Ασάλευτος συμπυκνωμένος άνεμος. Εκτυφλωτικό γκρίζο. Συνειδητοποιώ ότι έχω μείνει μόνη. Δυο κοράκια πετάγονται από μια συστάδα δέντρων στην απέναντι όχθη κρώζοντας στριγγά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

Αφήνω από το χέρι μου την άκρη της πλεξούδας. Η πλεξούδα, μαζί με τα υπόλοιπα μαλλιά, πέφτει κάτω σαν περούκα στα βρεγμένα σανίδια. Η βραδινή πάχνη υγραίνει τα ρούχα και περονιάζει το γυμνό κεφάλι μου. Όλα εξαχνώνονται τριγύρω. Σηκώνω το νταούλι. Το περνάω στον αριστερό μου ώμο. Πιάνω τα ξύλα. Το χτυπάω. Αργά σαν κάλεσμα. Δυνατά σαν κέλευσμα. Ισχνές βραδυκίνητες σκιές αναδύονται από το βάθος της καταχνιάς. Μαύρες σταγόνες που διαλύονται σε θολή παλέτα. Φοβούνται να αποσαφηνίσουν την παρουσία τους. Ένα ένα τολμούν ωστόσο να διακρίνονται όλο και πιο καθαρά. Φαλακρά πλάσματα και κοντόσωμα ντυμένα με κουρέλια. Τα παιδιά του χωριού. Με άκουσαν. Συνεχίζω να βαράω το νταούλι. Πλησιάζουν στην αρχή διστακτικά. Επιταχύνω το ρυθμό. Στοιχίζονται σε μια σειρά από πίσω μου και ξεκινάμε.

Αφήνουμε πίσω μας τα τελευταία σπίτια. Περπατάμε τώρα ανάμεσα σε απέραντους κίτρινους λόφους με τουλίπες. Εγώ επικεφαλής βαράω το νταούλι εύθυμα και ανυπόμονα. Μερικά παιδιά με σιγοντάρουν σφυρίζοντας. Οι μικρότεροι από τους συνοδοιπόρους μου τραγουδάνε σε μια αυτοσχέδια γλώσσα. Ουρανός πορτοκαλής και ελπιδοφόρος. Δεν περπατάμε πια. Τρέχουμε. Στο δρόμο μας βρίσκουμε τα χωράφια με τις παπαρούνες. Τα παιδιά κυλιούνται στο κόκκινο χαλί, στερεώνουν λουλούδια στα αυτιά τους και μασάνε τους σπόρους. Χαμογελάω καθώς τα παρατηρώ καθισμένη οκλαδόν. Εξακολουθώ να βαράω το νταούλι χαμηλόφωνα αλλά σταθερά.

Νυχτώνει και το κόκκινο χάνεται στο μαύρο. Με γρήγορα και κοφτά χτυπήματα στο νταούλι δίνω το σήμα. Παρατάσσονται υπάκουα και πάλι από πίσω μου και επανερχόμαστε στην πορεία μας. Με πνιχτές κραυγές ενθουσιασμού τα παιδιά υποδέχονται το σκοτάδι σα να το αντικρίζουν για πρώτη φορά. Κυνηγάνε τις πυγολαμπίδες και διηγούνται διαδοχικά παράξενες ιστορίες που διαδραματίζονται σε φανταστικούς αστερισμούς. Ουρανός εβένινος και αστραφτερός. Βαράω το νταούλι τρυφερά, σχεδόν ψιθυριστά. Η κούραση σταδιακά γαληνεύει τα ενθουσιώδη πρόσωπα και καθιστά τις χειρονομίες τους νωχελικές.

Προσεγγίζουμε επιτέλους την Κοιλάδα. Από μακριά προβάλλουν επιβλητικοί οι σωροί χιλιάδων σωμάτων που αντανακλούν πρισματικά το φεγγαρόφωτο. Τα παιδιά βαδίζουν ράθυμα σέρνοντας τα πόδια τους και τρίβοντας τα βαριά τους βλέφαρα. Βαράω το νταούλι απαλά και καθησυχαστικά. Η άφιξή μας στις παρυφές της Κοιλάδας επιβεβαίωσε τη συνωμοτική εικασία των συντρόφων μου ότι τα στοιβαγμένα κορμιά ανήκουν σε παιδιά που κοιμούνται. Διακόπτω τους χτύπους. Ξεκρεμάω το νταούλι από τον ώμο μου και το αφήνω προσεκτικά κάτω, δίπλα στα ξύλα. Σκαρφαλώνουμε με ήσυχες κινήσεις στο κοντινότερο κοιμώμενο σύμπλεγμα. Τα παιδιά ξαπλώνουν αποκαμωμένα στην κορυφή και κουρνιάζουν το ένα δίπλα στο άλλο για να ζεσταθούν. Αστραπιαία και αμαχητί βυθίζονται σε απύθμενο ύπνο. Ένας ανεπαίσθητος μορφασμός ευτυχίας στα στόματά και στα φρύδια τους.

Κατεβαίνω ελαφροπατώντας αθόρυβα από το σωρό των αποκοιμισμένων παιδιών. Κρεμάω ξανά στον ώμο το νταούλι. Κρατάω τα ξύλα ανάμεσα στα δόντια. Με τα χέρια ψηλαφίζω το κρανίο μου. Ήδη ένα αδύναμο πρώτο χνούδι έχει αρχίσει να φυτρώνει. Μέχρι να φτάσω στο επόμενο χωριό θα έχει γίνει πλεξούδα για να στριφογυρίζω την άκρη της ανάμεσα στον αριστερό μου δείκτη και τον αντίχειρα, περιμένοντας την ομίχλη.

Μεσάνυχτα, η ώρα του αρουραίου



Σηκώνομαι νυχοπατώντας. Οι γοερές του κραυγές με έχουν ξυπνήσει απότομα. Ξεδιπλώνω το μεταξωτό κιμονό με τα ζωγραφισμένα μαύρα φύλλα του λωτού και το φοράω. Κλαίει σπαρακτικά δίνοντας την εντύπωση ότι υποφέρει από φριχτούς πόνους. Παρατηρώ αφηρημένη για λίγο το σεληνόφως καθώς εισβάλλει σαν ομίχλη από τις ξύλινες γρίλιες και εμποτίζει με γαλάζιες ανταύγειες το δωμάτιο. Ουρλιάζει διαπεραστικά δύο φορές κάτι ακατάληπτο κι έπειτα σωριάζεται κάτω σφαδάζοντας και συνεχίζοντας σιωπηλά, σχεδόν πνιχτά, τις οιμωγές του. Κάθομαι μπροστά στο στρογγυλό καθρέφτη και ανοίγω αργά, σχεδόν τελετουργικά, το φιλντισένιο βάζο της πούδρας. Εξακολουθεί να οδύρεται και πασχίζει να μου αποσπάσει το ενδιαφέρον γρονθοκοπώντας και κλοτσώντας ανήμπορα τα ξύλα του κλουβιού. Κλείνω το βάζο με την πούδρα και βουτάω στο κόκκινο το πιο λεπτό πινέλο για να στολίσω με μια ηδονοθηρική, διπλή καμπύλη το λευκό καμβά του προσώπου μου. Έχει ήδη εξουθενωθεί από την ακατάσχετη ροή δακρύων και τώρα αποπειράται να με προκαλέσει με τη μέθοδο της επιτηδευμένης αδιαφορίας. Σκουπίζω απαλά το πινέλο και το βυθίζω στο μαύρο για να σχηματίσω έπειτα προσεκτικά δύο λεπτές τέλεια στρογγυλεμένες γραμμές ψηλά στο μέτωπο. Απλώνει ικετευτικά το χέρι του έξω από τα κάγκελα και μετά βίας πλάθει με τα χείλη του τη λέξη "συγγνώμη", αλλά χωρίς καθόλου ήχο, φαίνεται να έχει απολέσει οριστικά τη λεκτική ικανότητα, επικοινωνεί πλέον μόνο με άναρθρα επιφωνήματα και σπασμούς. Στερεώνω με μια επιδέξια κίνηση ένα επάργυρο άνθος κερασιάς στη λαμπερό μαύρο κότσο μου. Με κοιτάζει εκστατικά με πρησμένα μάτια, ενώ ταυτόχρονα μπήγει ασυναίσθητα τα νύχια στα μπράτσα του, πεσμένος στα γόνατα. Απόψε θα βάλω το περιδέραιο από ίασπι και νεφρίτη- περιεργάζομαι τις αποστράπτουσες πέτρες του στο μισοσκόταδο και το τυλίγω γύρω από το λαιμό μου. Παρατείνει την αυτοτιμωρία του, δαγκώνοντας και ματώνοντας τώρα τα γόνατά του, στέλνοντας γεναιόδωρα προς το μέρος μου ματιές γεμάτες ήττα. Ρίχνω μερικές σταγόνες άρωμα ιβίσκου στο εσωτερικό των καρπών μου και στη σχισμή του στήθους, ενώ τα βλέφαρά μου βαραίνουν από την εκμαυλιστική του διάχυση στην ακίνητη νυχτερινή ατμόσφαιρα. Ξαπλωμένος ανάσκελα παριστάνει τώρα το νεκρό, ελπίζοντας ακόμα στην εκδήλωση του οίκτου μου. Δένω σφιχτά γύρω από τη μέση μου τη ζώνη με τα κεντημένα χρυσά αηδόνια. Ανοίγει ελάχιστα τα μάτια για να ελέγξει αν ασχολούμαι μαζί του και κουλουριάζεται απογοητευμένος στην πιο απόμακρη γωνία του κλουβιού. Αφιερώνω μια τελευταία σύντομη ονειροπόληση στην ενατένιση του κήπου με τις ιτιές μέσα από το ημιδιάφανο παράθυρο. Στυλώνει τα μάτια του πάνω μου και το πρόσωπό του συσπάται και παραμορφώνεται άγρια, μετατρέπεται ολόκληρο σε έναν γκροτέσκο μορφασμό, ενώ από το στόμα του χύνεται ένα πηχτό λευκό υγρό. Είμαι απόλυτα έτοιμη και οι τρεις συνθηματικοί χτύποι στο κουδούνι προαναγγέλουν τον πρώτο μου πελάτη για απόψε. Το γαλακτώδες υγρό αρχίζει να τον πνίγει, βήχει βίαια και ασταμάτητα, ωστόσο καταφέρνει εν τέλει να αρθρώσει καθαρά τη λέξη "βοήθεια". Καθώς κατευθύνομαι σεμνά χαμογελαστή προς την πόρτα, καταδέχομαι να του απευθύνω ένα στιγμιαίο αδιάφορο βλέμμα, λέγοντάς του συλλαβιστά: "Πατέρα, το κλουβί σου είναι ξεκλείδωτο".