Προκυμαία


Φτάσαμε στο λιμάνι. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Στέκομαι στο έρημο κατάστρωμα κρατώντας στο αριστερό μου χέρι μια μαύρη τετράγωνη βαλίτσα. Πλησιάζουμε ήσυχα την προκυμαία με τη μία χαλασμένη λάμπα που αναβοσβήνει θορυβώντας ανατριχιαστικά. Παρατηρώ μια σκιά στην άκρη της. Είναι τόσο λεπτή που μοιάζει να κλυδωνίζεται στο χείλος του σκοτεινού νερού. Ανήκει σ'έναν ψηλόλιγνο άντρα. Στέκεται στην έρημη προβλήτα κρατώντας στο αριστερό του χέρι μια μαύρη τετράγωνη βαλίτσα. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι έχει το βλέμμα του στυλωμένο σε μένα. Το δικό μου έχει αγκιστρωθεί πάνω του. Το σκοτάδι και η απόσταση ανάμεσά μας ισχυροποιούν το μαγνητισμό. Θα μπορούσα να τον ατενίζω απορροφημένη για πάντα. Το πλοίο προσπερνά την προβλήτα αργά, επιδιώκοντας να αποσιωπήσει την ενοχική παρουσία του. Εξακολουθώ να κοιτάζω υπνωτισμένη προς την πλευρά της παρανοϊκά ημιφωτισμένης προκυμαίας. Η μαύρη λεπτή φιγούρα έχει ενωθεί πια με τη νύχτα. Ήμουν αποφασισμένη να τον αναζητήσω με κάθε τρόπο. Μόλις κατέβηκα στην αποβάθρα κατευθύνθηκα βιαστικά προς την προβλήτα. Ήμουν πανικόβλητη και ένιωθα έναν πρωθύστερο φόβο απώλειας. Έπρεπε πάση θυσία να τον συναντήσω. Ήταν πολύ πιο μακριά από ό,τι φανταζόμουν. Μου φάνηκε ότι περπατούσα για ώρες χωρίς να συναντήσω κανέναν. Φτάνοντας εξαντλημένη, βρήκα την προκυμαία άδεια. Τα βήματά μου αντηχούσαν ύποπτα πάνω στις πέτρες και η μία χαλασμένη λάμπα συνέχιζε να αναβοσβήνει θορυβώντας ανατριχιαστικά. Προχώρησα διστακτικά μέχρι την άκρη. Βύθισα ματαιωμένη τα μάτια μου στο σκούρο και υγρό οπτικό πεδίο κρατώντας σφιχτά στο αριστερό χέρι τη μαύρη μου τετράγωνη βαλίτσα. Μερικά ομόκεντρα κύματα που περιδίνησαν τα νερά και κάποια απροσδιόριστα φώτα με έσπρωξαν έξω απ'το ρεμβασμό. Ένα πλοίο πλησιάζει νωχελικά το λιμάνι. Παρατηρώ μια λεπτή μαύρη σκιά πίσω από την κουπαστή του. Ανήκει σ'έναν ψηλόλιγνο άντρα. Στέκεται στο έρημο κατάστρωμα κρατώντας στο αριστερό του χέρι μια μαύρη τετράγωνη βαλίτσα. Φαντάζει φρικτά απειλητικός, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο ανεξήγητα πάνω μου. Αισθάνομαι να κινδυνεύω από τις ανεξιχνίαστες προθέσεις του. Το καράβι παρέπλευσε την προβλήτα και μπήκε στο λιμάνι. Ωστόσο ο τρόμος μου ενισχύεται από ένα δυσοίωνο προαίσθημα: ο άντρας-σκιά με τη μαύρη τετράγωνη βαλίτσα είναι αποφασισμένος να με αναζητήσει και να με βρει με κάθε τρόπο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πέταξα κάτω τη βαλίτσα μου και άρχισα, κλαίγοντας, να τρέχω απελπισμένα μακριά από την προκυμαία. Ξημέρωνε. Ένα αχνό λυκαυγές φώτιζε τώρα τα βήματά μου καθώς τη διέσχιζα. Μέσα στο παραλήρημά μου, δεν έδωσα καμία σημασία στις δεκάδες μαύρες τετράγωνες βαλίτσες που κείτονταν διάσπαρτες ανάμεσα στις πέτρες της προκυμαίας.