Μάσκα


Ένα αχανές υπόγειο με γκρίζους υγρούς τοίχους. Αποπνικτική ζέστη. Λάμπες φθορίου κατά μήκος των διαδρόμων, μυρωδιά καμένου λάστιχου και ήχος από σίδερα που χτυπάνε μεταξύ τους άρρυθμα. Μοιάζει με πρόχειρα στημένο σκηνικό, κακοφωτισμένο και ανεπαρκές. Δεν έχω ιδέα τί σημαίνουν όλα αυτά, μόνο μια ακατανίκητη επιθυμία να δραπετεύσω. Το περιβάλλον μου είναι ενοχλητικά οικείο και αυτό μου προκαλεί τρόμο. Είναι σα να βρίσκομαι χρόνια ολόκληρα εδώ και απλώς τώρα το συνειδητοποίησα. Αρχίζω να τρέχω. Γρήγορα με καταβάλλει μια αίσθηση λανθασμένης πορείας αλλά δεν το βάζω κάτω και συνεχίζω οδηγημένη από μια ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Στην πορεία μου συναντώ αλλεπάλληλες σιδερένιες πόρτες που ανοίγουν αυτόματα μόλις τις πλησιάσω και κλείνουν πίσω μου εκκωφαντικά. Φάνηκε το πρώτο άνοιγμα. Κατευθύνομαι προς τα εκεί αδημονώντας για λίγο αέρα. Φτάνοντας αντικρίζω μια σειρά από πανύψηλους κόκκινους τοίχους να χάσκουν σχηματίζοντας οξείες γωνίες στη μέση μιας άδειας πλατείας. Δεν αναγνωρίζω τον τόπο αυτό και με φοβίζει η παραδοξότητά του. Αλαφιασμένη μπαίνω ξανά στο υπόγειο κι αρχίζω να τρέχω με όλη μου τη δύναμη προς μια τυχαία κατεύθυνση. Τα πνευμόνια μου αισθάνομαι ότι σε λίγο θα με προδώσουν. Απελπίζομαι αλλά συνεχίζω οδηγημένη από την ίδια ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Μια από τις σιδερένιες πόρτες μου αποκάλυψε ότι δεν είμαι μόνη εδώ μέσα. Δεκάδες άνθρωποι εμφανίστηκαν από το πουθενά. Μοιάζουν να κάνουν την ίδια σχιζοφρενική πορεία με μένα προς αναρίθμητες άλλες δυνητικές εξόδους. Όμως είμαι διαφορετική. Αυτοί φοράνε γκρίζες υφασμάτινες μάσκες, που καλύπτουν όλο τους το πρόσωπο, χωρίς ανοίγματα. Ίσως είναι κινούμενα αγάλματα, ίσως δεν έχουν πρόσωπα, ή ίσως δεν υπάρχουν καν. Ωστόσο παρατηρώ το πανί της μάσκας τους να αναρροφάται βίαια προς τα μέσα στη θέση που θα έπρεπε να είχαν στόματα και μύτες και η φρίκη μου πριονίζει τα γόνατα. Είμαι σίγουρη ότι αντιλαμβάνονται την παρουσία μου. Είμαι σίγουρη ότι με επιβουλεύονται. Είμαι σίγουρη ότι θα προσπαθήσουν να μου κάνουν κακό. Τρέχω ασθμαίνοντας με κλειστά μάτια. Νιώθω ότι με κυνηγάνε. Φτάνω και πάλι σε άνοιγμα. Ξοδεύω τα τελευταία αποθέματα της ανάσας μου για να το φτάσω, οδηγημένη από μια ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Λίγο πριν την έξοδο σταματάω απότομα. Μπροστά μου μια απέραντη σκοτεινή λίμνη. Θυμάμαι ότι ποτέ δεν ήξερα κολύμπι. Απογοητευμένη σέρνομαι ξανά πίσω στο υπόγειο. Κουλουριάζομαι και ξαπλώνω στο παγωμένο τσιμέντο. Φλερτάρω προσωρινά με την ιδέα της αυτοκτονίας στα μαύρα νερά που απλώνονται δελεαστικά δίπλα μου, οδηγημένη από τη γνώριμη ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Οι πρώτοι άνθρωποι με τις γκρίζες μάσκες καταφτάνουν σχεδόν θριαμβευτικά από το βάθος του διαδρόμου. Όλα είναι αναπόφευκτα, όλα είναι αγρίως αληθινά και όλα κλυδωνίζονται. Το αίμα στα μηνίγγια μου παφλάζει. Αγγίζω τους κροτάφους με τα δάχτυλα για να κατευνάσω τον ίλιγγο. Ψηλαφίζοντας παραξενεύομαι καθώς εντοπίζω δύο λεπτά σκοινιά κι ένα πανί. Οι γκρίζοι μασκοφόροι στέκονται τώρα λίγα μέτρα μακριά μου. Ο ήχος που βγάζουν καθώς αναπνέουν θυμίζει ρόγχο μισοπεθαμένου σκύλου. Δένω τρέμοντας τα σκοινιά και σκεπάζω με το πανί της μάσκας το πρόσωπό μου οδηγημένη από μια ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Ασφυξία. Τύφλωση. Τίποτα.
Χρειάστηκε τόλμη παράδοξη για μένα. Κοίταξα κατάματα το μαύρο για πρώτη φορά. Ήταν ένα σκοτάδι τρωτό όσο και τα νήματα της πνιγηρής γκρίζας μάσκας. Άρχισα να την ξυλώνω αργά, ανοιγοκλείνοντας συνεχόμενα τα βλέφαρά μου και χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τα δόντια μου. Επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Σχεδόν ηδονική. Στο τέλος τα χείλη μου είχαν ματώσει από την τριβή και τα βλέφαρά μου μισόκλειστα έτρεμαν ακατάσχετα. Όταν συνήλθα από τη δύσπνοια και το ρίγος, κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν ακόμη στο ίδιο υπόγειο ολομόναχη. Φυσούσε ένας ανακουφιστικά παγερός αέρας. Αποφάσισα να ανάψω μια μεγάλη φωτιά στο διάδρομο. Έριξα με αηδία μέσα στις φλόγες την ξεσκισμένη μάσκα και μαζί της κάθε ανεξήγητη πίστη στο ψέμα.