Σειρήνες


Βλέπω το ταξίδι σαν έναν τρόπο για να υπάρχω. Τώρα πια σαν τον μόνο τρόπο. Δεν ταξιδεύω ποτέ συντροφικά. Εκτός κι αν θεωρηθεί συντροφιά το φυλαχτό μου, ένα πουγγί που περιέχει μια τούφα λευκές τρίχες. Κανείς ποτέ δε με ρώτησε πώς το απόκτησα ή τί μπορεί να συμβολίζει. Θα ερχόμουν σίγουρα σε δύσκολη θέση αν με καλούσαν να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση. Δεν αναπολώ συχνά το πρώτο μου ταξίδι. Η απόσταση που έπρεπε να διανύσω μέσα μου μέχρι να πάρω την απόφαση, ήταν πολλαπλάσια οποιασδήποτε φυσικής απόστασης μπορούσα να φανταστώ ότι θα κάλυπτα. Αφού λοιπόν επιτέλεσα τον σχεδόν υπερβατικό για τα μέτρα μου άθλο να απεμπλέξω την έννοια "ταξίδι" από τη μισητή μου έννοια "δράση", περίμενα την έλευση μιας χειμωνιάτικης νύχτας με πανσέληνο και, συνεπής στις προλήψεις μου, ξεκίνησα το δρόμο μου ανυπόδητη.

Στην αρχή, η πορεία μου ήταν ομαλή έως ανιαρή. Παρ'όλα αυτά, η αίσθηση της κίνησης των άκρων μου ενάντια στο χώρο και ταυτόχρονα μέσα στο χρόνο, μου έδινε μια αίσθηση άμεσου κορεσμού της επίμονης περιέργειάς μου σχετικά με το νόημα των εκάστοτε περιστάσεων. Την πρώτη νύχτα μου στο δρόμο, γνωρίστηκα με τις μεγαλοπρεπείς λάμπες της εθνικής οδού. Αυτά τα πανέμορφα πλάσματα, λειτούργησαν θυμάμαι τόσο καταπραϋντικά για το ευερέθιστο νευρικό μου σύστημα. Τόσο, που μου δίδαξαν αφιλοκερδώς μια μέθοδο ενύπνιου βαδίσματος, αποτελεσματική και αναγκαία για νεόκοπους εξτρεμιστές ταξιδιώτες, όπως αυτοχαρακτηριζόμουν ναρκισσευόμενη τότε. Έχοντας συντονίσει τα βήματά μου με τις κινήσεις των αστερισμών και σε ημι-συνειδητό πλέον επίπεδο, πορευόμουν στην άδεια νυχτερινή λεωφόρο συμμετέχοντας στο τοπίο της σα σημείο φυγής στην σχεδιαστικά υποδειγματική προοπτική της.

Κάπου ανάμεσα στις μικρές πρωινές ώρες, το αυτοϋπνωτισμένο μου περπάτημα διαταράχθηκε. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου έκαναν τη σιωπηλή τους εμφάνιση μια συστάδα κοντόκορμες σκιές. Κινούνταν παλινδρομικά και παρήγαγαν έναν ανεπαίσθητο αλλά πολύ διαπεραστικό βόμβο. Από την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα να απειλούμαι από το αλλόκοτο ηχητικό τους εκτόπισμα και προσπάθησα να μην απαγκιστρωθώ από την αφοσίωσή στην πορεία μου. Ήταν επίπονο το να τις αγνοήσω και απείρως άβολο να προχωράω κλείνοντας με τις παλάμες τα αφτιά μου. Εξάλλου, η συχνότητα του εκπεμπόμενου ήχου κλιμακωνόταν αλλά και οι σβουροειδείς κινήσεις των υποφωτισμένων μορφών γίνονταν ολοένα παλμικότερες και πιο ηλεκτρισμένες. Με βαθιά επιφύλαξη -ανάμικτη με απορία σχετικά με την ακατανόητη καθυστέρηση της ανατολής εκείνο το πρωινό- τόλμησα να τις πλησιάσω. Διαπίστωσα με φρίκη ότι το λυκαυγές ευθυνόταν για τη μεταμόρφωσή τους σε σκιές. Από κοντά διέκρινα το συλφιδικό, αναδιπλωμένο κουφάρι τους. Από πιο κοντά, κατάλαβα ότι ήταν γυναίκες. Από ακόμα πιο κοντά, σχεδόν σε απόσταση ένωσης των χνώτων μας, αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για γριες καθισμένες οκλαδόν, ντυμένες με παιδικά φορέματα, γυαλισμένα μικροσκοπικά παππούτσια και κόκκινες κορδέλες να συγκρατούν τα ελάχιστα, μαραμένα άσπρα μαλλιά τους.

Με έκδηλα προσποιητό τρόπο, έδειξαν τρομοκρατημένες από την παρουσία μου και αντέδρασαν οξύνοντας το συριστικό τραγούδι τους σε βασανιστικό βαθμό. Παρατηρούσα τις παρενέργειές του στο σώμα μου να εξαπλώνονται ραγδαία. Η δύναμη της βαρύτητας μου έγινε δέκα φορές πιο αισθητή και έτσι αναγκάστηκα να σωριαστώ κάτω και να έρπω προσπαθώντας να απομακρυνθώ. Ενώ πάσχιζα να συρθώ πάνω στην τραχιά άσφαλτο, έβλεπα τα μαλλιά μου να πέφτουν ασταμάτητα και τα λίγα εναπομείναντα να χρωματίζονται γκρίζα. Προσπαθώντας να προφυλάξω τα γόνατά μου από το γδάρσιμο, παρατήρησα κατάπληκτη τον εαυτό μου να κατεβάζει το δαντελένιο στρίφωμα ενός κοριτσίστικου φορέματος. Η κόλαση ήταν δικιά μου.

Παραπαίοντας προσέγγισα την κοντινότερή μου γριά και άρχισα να αντιγράφω τις κυκλωτερείς κινήσεις της. Δεν τα κατάφερα και με κοίταξε επικριτικά. Συμφιλιωμένη με την κακοδαιμονία μου, την παρακάλεσα ξέπνοα να μου υπαγορεύσει τους στίχους του αυτιστικού τραγουδιού τους για να συμμετάσχω στην απαγγελία. Δίσταζε στην αρχή και με κοιτούσε αμφιταλαντευόμενη. Είχα αρχίσει να συνέρχομαι και να αναθερμαίνω τις αισθήσεις μου. Τελικά μου έκανε τη χάρη να αρθρώσει αργά, συλλαβιστά και σχεδόν ακκιζόμενη, αποκαλύπτοντάς μου τα γυμνά της ούλα: "Ταξιδέψτε, όλοι εσείς οι ανύπαρκτοι άνθρωποι. Μύωπες να πεθάνετε μπροστά στην πλήξη του διαρκώς καινούργιου". Ολοκληρώνοντας τα λόγια της, έσκυψε προς το μέρος μου και με φίλησε στο στόμα, ρουφώντας διψασμένα με τα ινώδη λεπτά της χείλη τα δικά μου. Αναγουλιάζοντας, τραβήχτηκα απότομα. Μια παλιρροϊκή αντίδραση αποστροφής κόχλαζε πίσω από τις συσπάσεις του προσώπου μου. Άρχισα να ξεσκίζω με μανία το μουχλιασμένο σατέν φουστανάκι και πέταξα κατά πάνω τους τα μαύρα λουστρίνια που είχα βρεθεί να φοράω. Οι γριές-παιδίσκες έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να με τιθασεύσουν και να προστατευτούν, με εκφοβιστικές οιμωγές και ελιγμούς του σκεβρωμένου κορμιού τους. Μάταια. Ήμουν τόσο ορμητική, που χίμηξα με λύσσα στην κοντινότερή μου πιάνοντάς την από τα μαλλιά και ξεριζώνοντάς σχεδόν όσα διέθετε το ρυτιδωμένο της κρανίο. Το πρόσωπό της παραμορφώθηκε άγρια από τον πόνο. Με άρπαξε βίαια με τα σκελετωμένα μακριά της δάχτυλα και με κοίταξε διαπεραστικά με δύο μάτια χωρίς ασπράδι. Έπειτα, ούρλιαξε στριγγά στο αφτί μου σε αποτρόπαια υψηλή τονικότητα την ίδια κατάρα: "Ταξιδέψτε, όλοι εσείς οι ανύπαρκτοι άνθρωποι. Μύωπες να πεθάνετε μπροστά στην πλήξη του διαρκώς καινούργιου". Μάλλον λιποθύμησα. Η ακριβώς επόμενη ανάμνησή μου, είναι ένα χαοτικό ξύπνημα καταμεσής της άδειας πυρωμένης λεωφόρου, με μια τούφα λευκές τρίχες κρατημένες σφιχτά από το αριστερό μου χέρι. Θα πρέπει να ακινητούσα ξαπλωμένη εκεί αρκετές ώρες χαζεύοντας τις ασημένιες ανταύγειες που δημιουργούσε η εναλλαγή του φωτός κατά μήκος των νεκρών μαλλιών που είχε οικειοποιηθεί με φυσικότητα η παλάμη μου.

Αυτό το ασημόγκριζο τρίχινο λάφυρο έχει πραγματική υπόσταση και ακόμα αποτελεί το φυλαχτό μου. Δυστυχώς, έξω από τη βαυκαλιστική φαντασία μου, δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαρία να το αξιοποιήσω ως εργαλείο ταξιδιωτικού κομπασμού. Στο μέχρι εδώ ταξίδι μου, συνάντησα ελάχιστους ανθρώπους, με τους οποίους μάλιστα δε μπόρεσα να επικοινωνήσω.

Εκείνο το πρωινό στην άσφαλτο, είχα ξυπνήσει φτωχότερη κατά δύο αισθήσεις.

Ήμουν κουφή και τυφλή.

Έκτοτε, ταξιδεύω ανενόχλητη.

Προκυμαία


Φτάσαμε στο λιμάνι. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Στέκομαι στο έρημο κατάστρωμα κρατώντας στο αριστερό μου χέρι μια μαύρη τετράγωνη βαλίτσα. Πλησιάζουμε ήσυχα την προκυμαία με τη μία χαλασμένη λάμπα που αναβοσβήνει θορυβώντας ανατριχιαστικά. Παρατηρώ μια σκιά στην άκρη της. Είναι τόσο λεπτή που μοιάζει να κλυδωνίζεται στο χείλος του σκοτεινού νερού. Ανήκει σ'έναν ψηλόλιγνο άντρα. Στέκεται στην έρημη προβλήτα κρατώντας στο αριστερό του χέρι μια μαύρη τετράγωνη βαλίτσα. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι έχει το βλέμμα του στυλωμένο σε μένα. Το δικό μου έχει αγκιστρωθεί πάνω του. Το σκοτάδι και η απόσταση ανάμεσά μας ισχυροποιούν το μαγνητισμό. Θα μπορούσα να τον ατενίζω απορροφημένη για πάντα. Το πλοίο προσπερνά την προβλήτα αργά, επιδιώκοντας να αποσιωπήσει την ενοχική παρουσία του. Εξακολουθώ να κοιτάζω υπνωτισμένη προς την πλευρά της παρανοϊκά ημιφωτισμένης προκυμαίας. Η μαύρη λεπτή φιγούρα έχει ενωθεί πια με τη νύχτα. Ήμουν αποφασισμένη να τον αναζητήσω με κάθε τρόπο. Μόλις κατέβηκα στην αποβάθρα κατευθύνθηκα βιαστικά προς την προβλήτα. Ήμουν πανικόβλητη και ένιωθα έναν πρωθύστερο φόβο απώλειας. Έπρεπε πάση θυσία να τον συναντήσω. Ήταν πολύ πιο μακριά από ό,τι φανταζόμουν. Μου φάνηκε ότι περπατούσα για ώρες χωρίς να συναντήσω κανέναν. Φτάνοντας εξαντλημένη, βρήκα την προκυμαία άδεια. Τα βήματά μου αντηχούσαν ύποπτα πάνω στις πέτρες και η μία χαλασμένη λάμπα συνέχιζε να αναβοσβήνει θορυβώντας ανατριχιαστικά. Προχώρησα διστακτικά μέχρι την άκρη. Βύθισα ματαιωμένη τα μάτια μου στο σκούρο και υγρό οπτικό πεδίο κρατώντας σφιχτά στο αριστερό χέρι τη μαύρη μου τετράγωνη βαλίτσα. Μερικά ομόκεντρα κύματα που περιδίνησαν τα νερά και κάποια απροσδιόριστα φώτα με έσπρωξαν έξω απ'το ρεμβασμό. Ένα πλοίο πλησιάζει νωχελικά το λιμάνι. Παρατηρώ μια λεπτή μαύρη σκιά πίσω από την κουπαστή του. Ανήκει σ'έναν ψηλόλιγνο άντρα. Στέκεται στο έρημο κατάστρωμα κρατώντας στο αριστερό του χέρι μια μαύρη τετράγωνη βαλίτσα. Φαντάζει φρικτά απειλητικός, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο ανεξήγητα πάνω μου. Αισθάνομαι να κινδυνεύω από τις ανεξιχνίαστες προθέσεις του. Το καράβι παρέπλευσε την προβλήτα και μπήκε στο λιμάνι. Ωστόσο ο τρόμος μου ενισχύεται από ένα δυσοίωνο προαίσθημα: ο άντρας-σκιά με τη μαύρη τετράγωνη βαλίτσα είναι αποφασισμένος να με αναζητήσει και να με βρει με κάθε τρόπο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πέταξα κάτω τη βαλίτσα μου και άρχισα, κλαίγοντας, να τρέχω απελπισμένα μακριά από την προκυμαία. Ξημέρωνε. Ένα αχνό λυκαυγές φώτιζε τώρα τα βήματά μου καθώς τη διέσχιζα. Μέσα στο παραλήρημά μου, δεν έδωσα καμία σημασία στις δεκάδες μαύρες τετράγωνες βαλίτσες που κείτονταν διάσπαρτες ανάμεσα στις πέτρες της προκυμαίας.

Τύρφη


Στην πόλη μου πριν πολλά χρόνια παρατηρήθηκε ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο. Από τις οπές του σώματος ορισμένων κατοίκων άρχισε να εκλύεται μαύρος πηχτός καπνός και μέσα σε λίγες ώρες αυτοαναφλέχθηκαν. Η νεκροψία στα πτώματα των ατυχών πολιτών έδειξε ότι κανένα φυσικό αίτιο δε θα μπορούσε να έχει προκαλέσει τους αποτρόπαιους αυτούς θανάτους, καθώς επρόκειτο για άτομα σφίζοντα από σωματική υγεία. Στην αρχή τα κρούσματα ήταν μετρημένα, οπότε τα μεμονωμένα περιστατικά θεωρήθηκαν ως εκδηλώσεις κάποιας σπάνιας, ανίατης ασθένειας. Έπειτα, ο αριθμός των αρρώστων-που δε μπόρεσαν να απολαύσουν επαρκώς αυτή τους την ιδιότητα καθώς μέσα σε θεαματικά ελάχιστο χρόνο μεταβλήθηκαν σε θύματα- αυξήθηκε με γεωμετρική πρόοδο. Έγινε τότε κατανοητό από τις αρχές του τόπου, ότι η ασθένεια είναι ακραία λοιμώδης και επικίνδυνα μεταδοτική. Η ευρύτερη περιοχή τέθηκε άμεσα σε κατάσταση "εκτάκτου ανάγκης" και οι επίφοβοι υποψήφιοι ασθενείς απομονώθηκαν σε καραντίνα. Εν τω μεταξύ οι ιατρικές έρευνες περί της φύσης, της πρόληψης και της καταπολέμησης της πρωτόγνωρης μάστιγας οδηγούσαν σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα. Το τοπικό σύστημα υγείας κατέρρευσε και οι ενισχύσεις από έξω ήρθαν ως είθισται καθυστερημένα. Ούτε ένας συμπολίτης μου δεν δέχτηκε να με ακολουθήσει στην αυτοεξορία από την πόλη μας προτού η ασθένεια χαρακτηριστεί επιδημική. Είχα συνειδητοποιήσει από την πρώτη στιγμή τη γενεσιουργό αιτία της καταστροφικής νόσου αλλά κανείς δε με πίστεψε, ούτε φυσικά ασχολήθηκε κανείς μέσα στον ορυμαγδό εκτενώς με την ενοχλητική περίπτωσή μου. Περίεργο βέβαια, αφού δε μου έλειπαν τα επιστημονικοφανή επιχειρήματα. Διατύπωσα τη ριζοσπαστική -για την εποχή της- άποψη ότι αν προσδίδαμε στα ψυχικά συστατικά του καθενός μας υλικές ιδιότητες, θα προσομοίαζαν σε μια σπογγώδη ελαφριά ύλη που προέρχεται από μερική ανάμιξη βιωμάτων, συναισθημάτων, συμπλεγμάτων και έμφυτων γονιδιακών γνωρισμάτων. Το πολυσύνθετο αυτό αμάλγαμα, συσσωρεύεται μέσα στον καθένα μας σε γιγάντια κοιτάσματα, των οποίων συνήθως η θέση και το μέγεθός παραμένουν -ηθελημένα ή ακούσια- άγνωστα έως ασαφή για τον ξενιστή τους. Κατά συνέπεια, τα ιδιότυπα αυτά ορυκτά αποσυντίθενται αργά αλλά σταθερά, απέχοντας από το φως και σε συνθήκες παντελούς έλλειψης ατμοσφαιρικού αέρα, θαμμένα στα έγκατα του μυαλού μας. Όταν η ποσότητα αυτής της θεωρητικής μορφής ύλης που υφίσταται σήψη υπεραυξηθεί, αναφλέγεται αυθόρμητα και ο ξηρός αέρας εντείνει την καύση, πυρπολώντας ολόκληρα ορυχεία εντός μας. Η καταστροφή γίνεται απόλυτα ολοσχερής, όταν αγγίξει τη σωματοποίηση οπότε και οδηγεί σε αναπόφευκτο θάνατο μέσω αυτοανάφλεξης.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι σειρές, βρίσκομαι χιλιάδες χιλιόμετρα και αρκετές δεκαετίες μακριά από την πόλη μου, που έχει πια ερημώσει σε βαθμό παράλειψης της σηματοδότησής της στους καινούργιους χάρτες. Η πανδημία σάρωσε στο πέρασμά της κάθε ανθρώπινο ίχνος μέχρι που εξασθένησε ανεξήγητα, όπως ακριβώς είχε πυροδοτηθεί. Κατέχω τη φήμη του μοναδικού επιζώντα από τότε. Ακόμα και τώρα, στα τελευταία μου, εξακολουθώ να αναρωτιέμαι καμιά φορά για ποιό λόγο η επιστήμη της Γεωλογίας είχε τόσο παραμεληθεί σε εκείνη την πόλη.

Μάσκα


Ένα αχανές υπόγειο με γκρίζους υγρούς τοίχους. Αποπνικτική ζέστη. Λάμπες φθορίου κατά μήκος των διαδρόμων, μυρωδιά καμένου λάστιχου και ήχος από σίδερα που χτυπάνε μεταξύ τους άρρυθμα. Μοιάζει με πρόχειρα στημένο σκηνικό, κακοφωτισμένο και ανεπαρκές. Δεν έχω ιδέα τί σημαίνουν όλα αυτά, μόνο μια ακατανίκητη επιθυμία να δραπετεύσω. Το περιβάλλον μου είναι ενοχλητικά οικείο και αυτό μου προκαλεί τρόμο. Είναι σα να βρίσκομαι χρόνια ολόκληρα εδώ και απλώς τώρα το συνειδητοποίησα. Αρχίζω να τρέχω. Γρήγορα με καταβάλλει μια αίσθηση λανθασμένης πορείας αλλά δεν το βάζω κάτω και συνεχίζω οδηγημένη από μια ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Στην πορεία μου συναντώ αλλεπάλληλες σιδερένιες πόρτες που ανοίγουν αυτόματα μόλις τις πλησιάσω και κλείνουν πίσω μου εκκωφαντικά. Φάνηκε το πρώτο άνοιγμα. Κατευθύνομαι προς τα εκεί αδημονώντας για λίγο αέρα. Φτάνοντας αντικρίζω μια σειρά από πανύψηλους κόκκινους τοίχους να χάσκουν σχηματίζοντας οξείες γωνίες στη μέση μιας άδειας πλατείας. Δεν αναγνωρίζω τον τόπο αυτό και με φοβίζει η παραδοξότητά του. Αλαφιασμένη μπαίνω ξανά στο υπόγειο κι αρχίζω να τρέχω με όλη μου τη δύναμη προς μια τυχαία κατεύθυνση. Τα πνευμόνια μου αισθάνομαι ότι σε λίγο θα με προδώσουν. Απελπίζομαι αλλά συνεχίζω οδηγημένη από την ίδια ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Μια από τις σιδερένιες πόρτες μου αποκάλυψε ότι δεν είμαι μόνη εδώ μέσα. Δεκάδες άνθρωποι εμφανίστηκαν από το πουθενά. Μοιάζουν να κάνουν την ίδια σχιζοφρενική πορεία με μένα προς αναρίθμητες άλλες δυνητικές εξόδους. Όμως είμαι διαφορετική. Αυτοί φοράνε γκρίζες υφασμάτινες μάσκες, που καλύπτουν όλο τους το πρόσωπο, χωρίς ανοίγματα. Ίσως είναι κινούμενα αγάλματα, ίσως δεν έχουν πρόσωπα, ή ίσως δεν υπάρχουν καν. Ωστόσο παρατηρώ το πανί της μάσκας τους να αναρροφάται βίαια προς τα μέσα στη θέση που θα έπρεπε να είχαν στόματα και μύτες και η φρίκη μου πριονίζει τα γόνατα. Είμαι σίγουρη ότι αντιλαμβάνονται την παρουσία μου. Είμαι σίγουρη ότι με επιβουλεύονται. Είμαι σίγουρη ότι θα προσπαθήσουν να μου κάνουν κακό. Τρέχω ασθμαίνοντας με κλειστά μάτια. Νιώθω ότι με κυνηγάνε. Φτάνω και πάλι σε άνοιγμα. Ξοδεύω τα τελευταία αποθέματα της ανάσας μου για να το φτάσω, οδηγημένη από μια ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Λίγο πριν την έξοδο σταματάω απότομα. Μπροστά μου μια απέραντη σκοτεινή λίμνη. Θυμάμαι ότι ποτέ δεν ήξερα κολύμπι. Απογοητευμένη σέρνομαι ξανά πίσω στο υπόγειο. Κουλουριάζομαι και ξαπλώνω στο παγωμένο τσιμέντο. Φλερτάρω προσωρινά με την ιδέα της αυτοκτονίας στα μαύρα νερά που απλώνονται δελεαστικά δίπλα μου, οδηγημένη από τη γνώριμη ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Οι πρώτοι άνθρωποι με τις γκρίζες μάσκες καταφτάνουν σχεδόν θριαμβευτικά από το βάθος του διαδρόμου. Όλα είναι αναπόφευκτα, όλα είναι αγρίως αληθινά και όλα κλυδωνίζονται. Το αίμα στα μηνίγγια μου παφλάζει. Αγγίζω τους κροτάφους με τα δάχτυλα για να κατευνάσω τον ίλιγγο. Ψηλαφίζοντας παραξενεύομαι καθώς εντοπίζω δύο λεπτά σκοινιά κι ένα πανί. Οι γκρίζοι μασκοφόροι στέκονται τώρα λίγα μέτρα μακριά μου. Ο ήχος που βγάζουν καθώς αναπνέουν θυμίζει ρόγχο μισοπεθαμένου σκύλου. Δένω τρέμοντας τα σκοινιά και σκεπάζω με το πανί της μάσκας το πρόσωπό μου οδηγημένη από μια ανεξήγητη πίστη στο ψέμα. Ασφυξία. Τύφλωση. Τίποτα.
Χρειάστηκε τόλμη παράδοξη για μένα. Κοίταξα κατάματα το μαύρο για πρώτη φορά. Ήταν ένα σκοτάδι τρωτό όσο και τα νήματα της πνιγηρής γκρίζας μάσκας. Άρχισα να την ξυλώνω αργά, ανοιγοκλείνοντας συνεχόμενα τα βλέφαρά μου και χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τα δόντια μου. Επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Σχεδόν ηδονική. Στο τέλος τα χείλη μου είχαν ματώσει από την τριβή και τα βλέφαρά μου μισόκλειστα έτρεμαν ακατάσχετα. Όταν συνήλθα από τη δύσπνοια και το ρίγος, κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν ακόμη στο ίδιο υπόγειο ολομόναχη. Φυσούσε ένας ανακουφιστικά παγερός αέρας. Αποφάσισα να ανάψω μια μεγάλη φωτιά στο διάδρομο. Έριξα με αηδία μέσα στις φλόγες την ξεσκισμένη μάσκα και μαζί της κάθε ανεξήγητη πίστη στο ψέμα.