Memento Mori


Στο απέναντι διαμέρισμα κατοικεί ένας παράξενος άντρας. Έχει μακριά μαλλιά και γένια, άσπρα και στιλπνά, και νύχια καμπυλωμένα από το υπερβολικό μήκος. Φοράει ένα μαύρο παλτό χειμώνα-καλοκαίρι. Στο μπαλκόνι του δεσπόζει ένα θλιβερό συνονθύλευμα από αφυδατωμένους κάκτους και σπασμένες πήλινες γλάστρες. Πίσω απ'τα ξυλωμένα παράθυρά του, συχνά μου αρέσει να παρατηρώ επί ώρες τον αλλόκοτο εκείνο χώρο. Οι τοίχοι, σομόν και ξεφλουδισμένοι, αφήνουν καλώδια και σάπιες σωληνώσεις να εξέχουν απειλητικά σαν κεραίες από γιγάντια έντομα. Ο μονήρης αυτός άντρας δεν εθεάθη ποτέ να καπνίζει, να αλλάζει ρούχα ή να χτενίζει τα μαλλιά του. Γι'αυτό και ο μοναδικός οικιακός εξοπλισμός που φαίνεται να υπάρχει στο εσωτερικό του ρημαγμένου σπιτιού, σχεδόν προκαλεί με την παραδοξότητά του. Απαρτίζεται, κατά κύριο λόγο, από ξέχειλα τασάκια, που ανά είκοσι ή τριάντα συγκροτούν πύργους, οι οποίοι με τη σειρά τους, διάσπαρτοι, σχηματίζουν μια δαιδαλώδη διάταξη, ενδεχομένως μια διαδρομή συμβολικού χαρακτήρα. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει με δεκάδες στοίβες από λεκάνες γεμάτες λερωμένα ρούχα καθώς και με σωρούς από χρησιμοποιημένες βούρτσες μαλλιών, θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι ο μυστηριώδης άνδρας είχε την επιθυμία να μετατρέψει το διαμέρισμά του σε χειροποίητο λαβύρινθο. Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί το γεγονός ότι μοιάζει να επαναλαμβάνει την ίδια συγκεκριμένη διαδρομή ανάμεσα στους ιδιόμορφα μενίρ του κάθε πρωί, ενώ υποβάλλει στα βήματά του μια αντίστροφη τροχιά κάθε απόγευμα, και μια τρίτη, εντελώς διαφορετική και πιο περίπλοκη, κάθε βράδυ. Ρωτώντας, ανακάλυψα ότι είναι ποιητής. Όταν έφτασαν στα χέρια μου τα λογοτεχνικά του πονήματα, δώδεκα συνολικά, διαπίστωσα ότι είχαν μια αξιοπρόσεκτη θεματολογική και υφολογική ιδιαιτερότητα. Κάθε συλλογή ξεκινούσε με ένα σονέτο για τις ρυτίδες μιας κυρίας -στο κάθε βιβλίο πρωταγωνιστούσε και κάποιο άλλο σημείο του προσώπου της-, ακολουθούσαν είκοσι χαϊκού -καθένα από τα οποία επικεντρωνόταν σε ένα διαφορετικό σάπιο φρούτο- και έκλεινε με μια θριαβική ωδή σε ένα ερειπωμένο κτίριο- πιθανόν απομεινάρια μιας ολόκληρης, ανεξήγητα εξαφανισμένης, πολεοδομίας. Γεμάτη απορία και ανομολόγητο δέος, αποφάσισα ένα μεσημέρι να του χτυπήσω την πόρτα. Μου άνοιξε με καθυστέρηση δέκα λεπτών και με παρακίνησε σιωπηλά να μιμηθώ την τελετουργική πορεία που ο ίδιος χάραζε ανάμεσα από τις περίεργες σημαδούρες του για να φτάσουμε μέχρι το μπαλκόνι. Αδημονώντας να ακούσω τη χροιά της φωνής του, δεν άργησα να του ζητήσω εξήγηση για όλα αυτά. Δε γύρισε να με κοιτάξει. Χωρίς να αποσπαστεί από την προηγούμενη δραστηριότητά του, το προσηλωμένο πότισμα ενός ξεριζωμένου κάκτου, ψέλισσε ξερά, σα να μονολογούσε: "Συντηρώ τη φθορά".