Πορσελάνη



Aγόρασα επιτέλους εργαλεία πλασίματος πορσελάνης και ξεκίνησα να φτιάχνω το λευκό γλυπτό που χρόνια τώρα ανέβαλλα. Από την πρώτη κιόλας μέρα δουλειάς, παράξενα περιστατικά μου επιτέθηκαν κατά μέτωπο. Έβλεπα παντού μαύρες κηλίδες. Το λευκό μου σεντόνι κατειλημμένο από μυρμήγκια. Μέσα στην κούπα μου με το γάλα, μια κηλίδα μελάνι. Στις παλάμες μου μαύρα εξανθήματα. Μια σκοτωμένη μύγα στις τελευταίες άγραφες σελίδες του τετραδίου μου. Άρχισα να πιστεύω ακράδαντα ότι ήταν ζήτημα χρόνου η χρωματική αλλοίωση του ολόλευκου γλυπτού μου. Παρ'όλα αυτά, εξακολούθησα να επεξεργάζομαι νυχθημερόν και με αμείωτο ζήλο την πορσελάνη μου. Η ενασχόλησή μου μ'αυτήν μετατράπηκε σε καταφύγιο καθαρότητας. Αντιμετώπιζα τα πάντα γύρω μου με την απέχθεια που αρμόζει σε καθετί μολυσμένο. Κάποτε έφτασε η μέρα που ολοκλήρωσα τη φόρμα. Θα έπρεπε κατόπιν να ψήσω το γλυπτό ώστε να αποκτήσει το τελειωτικό, απόλυτα ακτινοβόλο λευκό που εγγυόταν η άριστη ποιότητα πορσελάνης που είχα μεταχειριστεί. Λίγα δευτερόλεπτα πριν κλείσω την πόρτα του φούρνου, ο πυρετός της αμφιβολίας είχε ήδη αντικατασταθεί από τη βεβαιότητα της διασφαλισμένης νίκης. Όσο το γλυπτό ψηνόταν, με δυσκολία μπορούσα να συγκρατήσω τις θριαμβικές ιαχές που ανέβαιναν στα χείλη μου. Η επικράτησή μου επί της νοθευμένης πραγματικότητας γύρω μου, θα γινόταν ένδοξα, ολοκληρωτικά και χειροποίητα, με μόνο όπλο μου την πίστη στην απόλυτη λευκότητα. Όταν άνοιξα με τελετουργική συγκίνηση τη βαριά πόρτα του φούρνου, αισθάνθηκα τη δικαίωση να με ζεσταίνει διαπερνώντας όλη μου τη ραχοκοκαλιά. Το γλυπτό έλαμπε μέσα στο φούρνο με μια διαστημική λευκότητα που αναδείκνυε τις απαλές του καμπύλες. Το έβγαλα προσεκτικά και το ακούμπησα στο τραπέζι. Έσβησα όλα τα φώτα, άνοιξα διάπλατα το παράθυρο και άφησα το νυχτερινό παγωμένο αέρα να χαϊδέψει τη στιλπνή επιδερμίδα της εύθραυστής μου ουτοπίας. Αφιέρωσα έναν στιγμιαίο ρεμβασμό στην ενατένιση του σιωπηλού θαύματος. Μετά πήρα το σφυρί, έκανα θρύψαλα το γλυπτό, μάζεψα τα κομμάτια και τα πέταξα στα σκουπίδια.