White Lies


Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Είμαι επτά μηνών. Η πρώτη μου ανάμνηση είναι η αίσθηση του εγκαύματος από πάγο. Έτσι γεννήθηκα. Το περιβάλλον όπου ευδοκιμώ είναι εξίσου μοναδικό. Πρόκειται για μια παράδοξη έρημο, με υπέδαφος από παγοκρυστάλλους και επιφάνεια από κρυστάλλους ζάχαρης. Οι καιρικές συνθήκες εδώ είναι ομαλές και εγγεγραμμένες στο ασυνείδητό μου. Την ημέρα ζω μέσα στον παγοθύλακα όπου γεννήθηκα και τη νύχτα αναρριχώμαι μέχρι λίγα εκατοστά πάνω από την στάθμη της ζάχαρης. Η σχέση μου με το φεγγάρι έχει εκτός από ζωτική, και σεξουαλική φύση. Η σιλουέτα μου είναι λεπτή και δύσκαμπτη ενώ η επιδερμίδα μου ανάγλυφη, αποτελούμενη από λεπτούς κόκκους ζάχαρης. Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Ολόλευκη. Μέσα στους νευρώνες των φύλλων και του βλαστού μου υπάρχει πάγος. Αυτό είναι το αίμα μου. Κάποιες απειροελάχιστες μετατοπίσεις των κρυσταλλικών δομών του αποτελούν την κυκλοφορία του αίματός μου. Το σώμα μου είναι μια μικρογραφία της γης μου. Συνεπώς αναπτύσσομαι ιδανικά, χωρίς να καταβάλλω προσπάθεια. Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Πέρα από την έρημό μου, απλώνονται χαώδεις οροσειρές όπου κατοικούν πλάσματα επικίνδυνα. Απεύχομαι να τους συναντώ. Είναι σκουρόχρωμα, ιπτάμενα και τρομερά ευλύγιστα, με υγρή και γυαλιστερή επιδερμίδα. Συνήθως τα τυφλώνει η αντανάκλαση του φεγγαρόφωτου πάνω στις ζαχαροθίνες κι έτσι αποφεύγουν να πετούν πάνω από την έρημό μου όταν βρίσκομαι στην επιφάνεια. Όχι, δεν τα φοβάμαι. Αναγκάζομαι να αυτοπεριορίζω το βλέμμα μου στο έδαφος όταν πετάνε πάνω από τη γη μου, ώστε να μη σπιλώνω τις ολόλευκες αισθήσεις μου με τις σκούρες υπάρξεις τους. Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Τον τελευταίο καιρό παρατηρούσα αλλαγές στο σώμα μου. Ανεπαίσθητοι κυματισμοί είχαν διαμορφωθεί στην επιφάνεια του βλαστού μου. Γνώριζα ότι τα πρώτα μου ολόλευκα άνθη θα έκαναν την εμφάνισή τους μετά την πρώτη πανσέληνο του φθινοπώρου. Για μένα δεν υπήρχε πιο απόλυτη αίσθηση πληρότητας από το να ονειρεύομαι τα μελλοντικά μου λουλούδια να ανθίζουν κάτω απ'τις βραδινές ακτίνες του φεγγαριού. Τους μήνες της αναμονής ήμουν ιδιαίτερα προσεκτική και επιφυλακτική. Γι'αυτό και είχα σχεδόν αποκλείσει τις εξόδους μου στο έδαφος. Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Αλλά μου ήταν αδιανόητο να μην αντικρίσω τη δεύτερη αυγουστιάτικη πανσέληνο. Βγήκα λοιπόν δειλά και άνοιξα τρυφερά τη συνηθισμένη μου σχισμή στο πάπλωμα της ζάχαρης. Λίκνισα τα φύλλα μου προς προς την πανσέληνο που ήδη είχε ανατείλλει πάνω από την έρημό μου. Σαγήνη.
Το υπόκωφο σύρσιμο του αέρα που ένιωσα στους πόρους μου με απομάγεψε ραγδαία. Οι ανταύγειες του σεληνόφωτος δεν έλουζαν όπως πριν το κορμί μου. Κάτι μαύρο και ρευστό μόλυνε τον αέρα γύρω μου. Άρχισα να ακούω φτερά να πλησιάζουν. Άρχισα τότε να μυρίζομαι την υγρασία των σωμάτων τους. Είδα τα μαύρα τους μάτια να καθρεφτίζονται στους κρυστάλλους της ζάχαρης γύρω μου. Αργά πια για να κρυφτώ. Η διάπλασή μου δε μου επιτρέπει ούτε να κουλουριαστώ. Ατένιζα στητή και ολόλευκη τα μαύρα πλάσματα να αιωρούνται από πάνω μου κοιτώντας με λαίμαργα. Η πίστη μου ήταν κενή. Αποφάσισα να δώσω τη σκυτάλη στη μοίρα. Πρώτη φορά ένιωθα κάτι μαύρο τόσο κοντά μου. Πνευματική ναυτία. Κρέμονταν ώρες ολόκληρες από πάνω μου. Ήταν ο πρώτος μου βιασμός. Αλλά υπόμεινα. Όταν σταδιακά έχασαν το ενδιαφέρον τους πραγματοποίησαν μια τελευταία κυκλωτική πτήση στην έρημό μου και απομακρύνθηκαν προς τα βουνά. Δεν πρόλαβα να αναστενάξω και να νιώσω ηρωικά. Δεν είχαν φύγει όλα. Ένα μαύρο πλάσμα είχε απομείνει να με κοιτάει φιλοπερίεργα κι επίμονα. Το σώμα του είχε στάση φθόνου καθώς με προσέγγιζε χαμηλωνοντας αργά και απειλητικά τα φτερά του. Προσγειώθηκε δίπλα μου λερώνοντας με το υγρό του μαύρο αποτύπωμα το πάλλευκο έδαφος. Είχα παραλύσει. Με πλησίασε. Ένιωσα το χνώτο του στους μίσχους και τα φύλλα μου. Άρχισα να μην ελέγχω τους σπασμούς μου. Το μαύρο πλάσμα απολάμβανε το φόβο μου. Άνοιξε το στενό του στόμα. Ξετύλιξε τη γλώσσα του. Έγλειψε αργά τον κορμό μου από πάνω μέχρι κάτω. Μετά τραβήχτηκε απότομα και πέταξε μακριά, μάλλον δυσαρεστημένο από τη γευστική του εμπειρία. Όλα χάθηκαν σε βουητό. Δυστυχώς δε λιποθύμησα. Ένιωσα. Αλλά κυρίως. Είδα. Το ίχνος που άφησε το σάλιο του στο σώμα μου είχε αφαιρέσει τη ζαχαρένια κρούστα της επιδερμίδας μου. Στην αρχή αρνήθηκα να το πιστέψω. Δε μπορούσα να το υποστώ. Όμως το έβλεπα. Μαύρο χρώμα. Το σώμα μου ολόμαυρο. Κάτω απ'τη ζάχαρη. Ήμουν μαύρη. Ολόμαυρη. Δε γνώριζα ποιά ήμουν. Αρνιόμουν τον εαυτό μου. Πονούσα. Πόνος βουβός σα ρόγχος. Μια ημέρα μετά, βίαια εξογκώματα παραμόρφωσαν το κορμί μου. Όχι, δεν άνθισαν πρόωρα τα λευκά λουλούδια του ονείρου μου. Ήταν αγκάθια. Και ήταν μαύρα. Ολόμαυρα. Υποφέρω. Η σωματοδομή μου δε μου επιτρέπει να αυτοκτονήσω. Δεν αποδέχομαι πλέον εμένα. Η ασχήμια μου με βασανίζει. Δε μου αξίζει η γη μου. Παράσιτη κηλίδα στην έρημο που πια δε μου ανήκει. Ντρέπομαι τον παγο που με γέννησε. Ντρέπομαι τη ζάχαρη που με μεγάλωσε. Ντρέπομαι το φεγγάρι που κάποτε μ'ερωτεύτηκε. Δε γνωρίζω στ'αλήθεια τίποτα για τη μοναδικότητά μου. Δεν είμαι καν ολόλευκη.