Coiffure Mortelle


Κάθε βράδυ, ερχόταν στο δωμάτιό μου ο Χρόνος για να με χτενίσει. Με σήκωνε από το κρεβάτι και μ'έβαζε να καθίσω σε μια καρέκλα μπροστά στον καθρέφτη. Κρατούσε μια λευκή κοκκάλινη χτένα με τρία δόντια. Στην αρχή χάιδευε τα μαλλιά μου και τα ξέμπλεκε απαλά, αφήνοντάς τα ομορφότερα από πριν. Μετά οι κινήσεις του άρχισαν να γίνονται πιο απότομες, ξεριζώνοντας όλο και περισσότερες τρίχες μου κάθε φορά. Όταν πια η περιποίηση της χτένας του με άφησε χωρίς καθόλου μαλλιά, δεν πτοήθηκε. Επέμενε να έρχεται τα βράδια, και να χαράσσει με τη χτένα του βαθιά το γυμνό μου κεφάλι. Με τις γεμάτες ζήλο επαναλαμβανόμενες κινήσεις του,το δέρμα του κρανίου μου σταδιακά αφαιρέθηκε, οπότε συνέχισε ακάθεκτος προς το εσωτερικό. Έσκαβε μεθοδικά με τη χτένα του τον εγκέφαλό μου μεταβάλλοντας τον σε ξεσκισμένο κουβάρι, του οποίου τα κομμάτια πετούσε βιαστικά στο πάτωμα. Την τελευταία μέρα, τον θυμάμαι να πλησιάζει στο αφτί μου και να λέει τρυφερά: "Τελικά, ήσουν κλεψύδρα μιας χρήσης".