Ο εφιάλτης του Γαλιλαίου


Θυμάμαι το πρώτο πράγμα που αντίκρισα βγαίνοντας απ’το κουκούλι μου. Ήταν το είδωλό μου παραμορφωμένο. Γεννήθηκα μέσα σε μια κεκλιμένη μεταλλική σήραγγα, ανάμεσα σε έναν κοίλο και έναν κυρτό καθρέφτη. Τις πρώτες μου μέρες ήμουν αφοσιωμένη στην εξοικείωση με το νέο μου σώμα. Τα φτερά μου αναπτύχθηκαν μέσα σε λίγες ώρες και ανυπομονούσα να τα δοκιμάσω. Ωστόσο αυτός ο τόπος δε θα μπορούσε να αποδειχτεί εχθρικότερος για ένα νεαρό λεπιδόπτερο. Όχι μόνο είναι απελπιστικά περίκλειστος από σκληρά και ολισθηρά τοιχώματα, αλλά και ανάμεσα στα διαδοχικά κάτοπτρα που κρέμονται κατά μήκος της σήραγγας, οι αποστάσεις είναι ασφυκτικά μικρές. Ο μόνος τρόπος να κινούμαι στα μεσοδιαστήματα είναι να διπλώνω σφιχτά τα φτερά μου και να σέρνομαι κάτω από τις στενές χαραμάδες μεταξύ των κατόπτρων και των μεταλλικών τοίχων.

Έφτασε κάποτε η μέρα που η ανάγκη να εξερευνήσω τη μυστηριώδη φωλιά μου έγινε επιτακτική. Αποφάσισα να αναρριχηθώ στη σήραγγα, περνώντας ανάμεσα από τους αλλεπάλληλους καθρέφτες μέχρι να φτάσω στο τέρμα της. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, είχα ταυτίσει το τέρμα με το ανώτατο άκρο της. Έτσι στράφηκα προς την ανηφορική πλευρά της και ξεκίνησα την ανάβαση. Γαντζωνόμουν με τα μπροστινά μου πόδια από τα λεπτά σιδερένια στηρίγματα των κατόπτρων και χρησιμοποιούσα τα πίσω πόδια μου για να δίνω ώθηση στον κορμό μου. Τα φτερά μου γδέρνονταν καθώς ακουμπούσαν στις γυάλινες κοφτερές ακμές. Τα πόδια μου, λεπτά και αδύναμα, γρήγορα εξαντλήθηκαν κι αυτό ελάττωσε ραγδαία το ρυθμό ανάβασής μου.

Αρκετούς καθρέφτες και πολλές χαρακιές μετά, άρχισε να αχνοφαίνεται, φιλτραρισμένη από πολλές και διαφορετικές παραμορφώσεις, μια απαλή φωτοχυσία. Τα πόδια μου είχαν σχεδόν παραλύσει από την εξαντλητική διαδρομή, αλλά τώρα βρισκόμουν μόλις έναν καθρέφτη μακριά από την παλλόμενη μυστηριώδη λάμψη. Πέρασα κάτω και από την τελευταία χαραμάδα και βρέθηκα μπροστά σε ένα θέαμα που μ’έκανε να ανοίξω ασυναίσθητα τα γρατζουνισμένα φτερά μου. Αμέτρητα σφαιρικά σώματα να αιωρούνται σε ένα γαλακτώδες αρμονικό σκοτάδι, να περιστρέφονται φωτισμένα και να περιφέρονται γύρω από άλλα μεγαλύτερα, κι ανάμεσά τους να αναβοσβήνουν σπινθήρες όλων των χρωμάτων μέσα σε μια φαντασμαγορική, εκκωφαντική σιωπή. Θα μπορούσα να ατενίζω έκθαμβη τις ανεξήγητες κινήσεις των πανέμορφων άγνωστων σωμάτων για πάντα.

Από τη ρέμβη μου με ξύπνησε μια απότομη αλλαγή στη κλίση της σήραγγας. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβαινε, άρχισα να κατρακυλάω ανεξέλεγκτα κάτω από τον ένα καθρέφτη μετά τον άλλο. Γλιστρούσα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έχοντας κουλουριάσει τα πόδια και τα φτερά στον κορμό μου για να προστατευτώ. Ωστόσο, τα φτερά μου σκάλωσαν σε μια από τις χαραμάδες, με αποτέλεσμα να αποκολληθούν από το σώμα μου προκαλώντας μου ανατριχιαστικό πόνο. Η ραγδαία μου κάθοδος τερματίστηκε πάνω σε ένα τελευταίο κοίλο κάτοπτρο. Προφανώς είχα φτάσει στην άλλη άκρη της σήραγγας.

Λίγες στιγμές αργότερα, αισθάνθηκα με ανακούφιση την κλίση του τούνελ να αλλάζει ξανά. Τώρα έγινε ομαλότερη επιτρέποντάς μου να απομακρυνθώ έρποντας, και να παρατηρήσω τι κρυβόταν πίσω από τον τελευταίο καθρέφτη. Το θέαμα που αποκαλύφθηκε μου δημιούργησε ασυναίσθητες συσπάσεις στην πλάτη, σα να προσπαθούσα να απλώσω τα ακρωτηριασμένα πια φτερά μου. Ένας γιγάντιος υγρός κύκλος με ακτίνες σε ανοιχτές γαλάζιες αποχρώσεις, μέσα του ένας μικρότερος ομόκεντρος γκρίζος, να κινούνται μαζί νωχελικά, να διαστέλλονται και να συστέλλονται ανεπαίσθητα επιπλέοντας σε ένα ολόλευκο ρευστό φόντο που ακτινοβολούσε μέσα σε μια μεγαλειώδη, εκκωφαντική σιωπή. Θα μπορούσα να ατενίζω έκθαμβη τις ανεξήγητες κινήσεις των πανέμορφων άγνωστων σωμάτων για πάντα.

Κάπως έτσι κύλησαν οι μέρες της ζωής μου μέσα σ’αυτόν τον αφιλόξενο αλλά συναρπαστικό τόπο. Τα πόδια μου έχουν προσαρμοστεί πλέον στο παράταιρο περιβάλλον μου και με εξυπηρετούν άνετα στις εκούσιες και ακούσιες παλινδρομήσεις μου από τη μία ακριανή οθόνη ως την άλλη. Έχοντας καταλάβει ότι μου απομένουν λίγες ώρες ακόμα ζωής, η πρόωρη απώλεια των φτερών μου δε με προβληματίζει ούτε με μελαγχολεί πια. Μου ήταν άχρηστα εδώ μέσα. Είμαι πεπεισμένη ότι δεν πρόκειται να βγω ποτέ. Μάλιστα νιώθω βαθιά ευεργετημένη, που κατάφερα να βιώσω τέτοιες συγκινήσεις, ανήκοντας για όλη μου τη σύντομη ζωή, έστω κατά λάθος, σ’αυτή τη σήραγγα των θαυμάτων. Εξάλλου, είναι και μια φρικτή υποψία που με δηλητηριάζει όποτε σκέφτομαι τη φυγή: και οι δύο πόρτες της σήραγγας οδηγούν στο ίδιο σκοτεινό δωμάτιο.