Θειάφι


Άνοιξα τα μάτια μου με με μεγάλη προσπάθεια και το μόνο που είδα ήταν κίτρινο. Προσπάθησα να υγράνω τα χείλη μου αλλά μάταια. Το στόμα μου είχε στεγνώσει και καλυφθεί από μια κίτρινη λεπτόκοκκη άμμο. Καθώς ξέθαβα ένα ένα τα πόδια μου παρατήρησα ότι ήμουν γυμνή. Ανασηκώθηκα και προσπαθώντας να αναπνεύσω, μια πνιγηρή μυρωδιά από θειάφι μ'έκανε να σωριαστώ βήχοντας πάνω σε κάτι σκληρό και ζεστό, με αιχμηρή άκρη. Τρίβοντας το γδαρμένο μου πόδι, γύρισα να δω τί ήταν. Ένας λεπτός, κυκλικός τοίχος, που το ύψος του δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο και η εξωτερική του επιφάνεια ήταν λεία και μαύρη. Γυάλιζε βασανιστικά για τα μάτια μου μέσα στην κίτρινη μονοχρωμία του τοπίου. Μου έκανε εντύπωση ότι το παράξενο μέταλλο του τοίχου απωθούσε τη θειούχα σκόνη, σαν αντίθετος μαγνητικός πόλος. Αποφάσισα να τον αποκαλώ πηγάδι. Ο όρος ήταν αρκετά αυθαίρετος, όπως διαπίστωσα σκύβοντας πάνω απ'το μάτι του "πηγαδιού" και αντικρίζοντας μόνο πηχτό σκοτάδι απροσδιόριστου βάθους. Οποιοδήποτε υγρό στοιχείο θα ήταν ασύμβατο με έναν τέτοιο τόπο.

Οι ώρες περνούσαν. Δε μπορούσα να καθίσω στα τοιχώματα με τις κοφτερές ακμές, αλλά ούτε και να ξεκουράσω την πλάτη μου πάνω τους χωρίς να διακινδυνεύσω το έγκαυμα. Διψούσα αφόρητα. Η έλλειψη νερού άρχιζε να αφυδατώνει και τη σκέψη μου. Μου ήταν αδύνατο να κάνω οποιονδήποτε συνειρμό. Αυτόνομες λάμπες άναβαν και έσβηναν σε οριζόντια διάταξη στο μυαλό μου. το-σκοτάδι-πίνεται-το-πηγάδι-με-πίνει-είμαι-έξω-θα-κολυμπήσω-ο-ουρανός-δεν-αλλάζει-χρώμα-κίτρινα-βήματα-φεύγω.

Θα πρέπει να είχα πέσει σε κόμμα ξαπλωμένη μπρούμυτα στην άμμο αρκετές ώρες, ή μέρες ή μήνες. Όταν συνήλθα δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ο χρόνος εδώ δεν έρεε ούτε πάφλαζε ούτε βάλτωνε. Τα δευτερόλεπτα εδώ ήταν ψαθυρά και μύριζαν θειάφι. Όμως οι αισθήσεις μου ακόμα ανάσαιναν και θέλησα να επιβιώσω. Μπορεί να μη θυμόμουν πώς βρέθηκα εδώ αλλά οπωσδήποτε έπρεπε να φύγω. Ερεύνησα το έδαφος γύρω μου. Παρατήρησα ότι μπροστά από το πηγάδι ξεκινούσε μια διπλή σειρά από ανεπαίσθητες βυθίσεις στο κίτρινο χώμα, σχεδόν εξαφανισμένες πια από την επιδρομή της σκόνης. Κάποιος περπάτησε εδώ. Αν ήμουν πιστή θα ευγνωμονούσα παθιασμένα κάποιον θεό για την καλή μου τύχη αλλά τώρα, εξάσκησα απλώς το δικαίωμα υποταγής στη μοναδική δυνατότητα.

Ξεκίνησα ενθουσιασμένη να βαδίζω στο σαθρό μονοπάτι. Το θειάφι ολοένα συσσωρευόταν στο σώμα μου. Ένιωθα τα πνευμόνια και τις αρθρώσεις μου να έχουν βαφτεί κίτρινα. Ωστόσο, η παράλογη βεβαιότητα ότι προχωρούσα πάνω σ'ένα βέλος εξόδου λειτουργούσε για μένα βαρβιτουρικά. Αφού περπάτησα ώρες ή μέρες ή βδομάδες, διέκρινα κάτι σκούρο να στεφανώνει τον ορίζοντα μπροστά μπροστά μου. Πλησίαζα. Έμοιαζε με μαύρο τοίχο που σαν φράχτης περιέζωνε τη θειώδη έρημο, ως εκεί που έφτανε το μάτι μου. Πλησίαζα. Έλαμπε βασανιστικά κάτω απ'το κίτρινο φως. Πλησίαζα. Η επιφάνειά του ήταν κοίλη. Πλησίαζα. Είδα ότι ο πανύψηλος τοίχος απωθούσε τη σκόνη σαν αντίθετος πόλος μαγνήτη. Άρχισα να τρέχω προς τα πάνω του. Έπρεπε να εντοπίσω την πόρτα. Δε μπορεί κάπου εδώ θα έπρεπε να βρίσκεται. Έφτασα μπροστά στον τοίχο και άρχισα μέσα στην απελπισία μου να τον ψηλαφίζω ψάχνοντας το άνοιγμα. Κατάφερα μόνο να κάψω τις παλάμες μου.

Κάθισα στην άμμο εξαντλημένη από τον πόνο και τη δίψα και τότε τους είδα. Ήταν πολλοί. Άλλος κοντά, άλλος μακρύτερα, άλλος έφευγε κι άλλος πλησίαζε, καθένας μόνος του. Σέρνονταν σαν υπνωτισμένοι αλλά συνέχιζαν το δρόμο τους. Κάτι σα να ψιθύριζαν, όλοι το ίδιο, μια λέξη ή μια φράση, υπόκωφα κι ρυθμικά, σαν αδύναμο σήμα από τους πομπούς των σωμάτων τους που παρέλυαν πάνω στην κίτρινη άμμο αλλά εξακολουθούσαν. Πριν καταλάβω τί ήταν αυτό που επαναλάμβαναν, βυθίστηκα σε κόμμα. Άρχισαν πάλι να αναβοσβήνουν λάμπες στο κεφάλι μου. το-σκοτάδι-πίνεται-το-πηγάδι-με-πίνει-είμαι-μέσα-θα-κολυμπήσω-ο-ουρανός-δεν-αλλάζει-χρώμα-κίτρινα-βήματα-φεύγω.

Όταν συνήλθα δεν είχε αλλάξει τίποτα. Αντίκρισα όμως μπροστά στον τοίχο, να ξεκινά μια διπλή σειρά από ανεπαίσθητες βυθίσεις, σχεδόν καλυμμένες από τη θειούχα σκόνη. Αν ήμουν πιστή θα ευγνωμονούσα παθιασμένα κάποιον θεό για την καλή μου τύχη αλλά τώρα εξάσκησα απλώς το δικαίωμα υποταγής στη μοναδική δυνατότητα.