Μελισσοκόμοι


Σίγουρα ακούγεται αλλόκοτο σε κάποιον όταν το πληροφορείται. Οι αντιδράσεις που εισέπραττα πάντα όταν τους μιλούσα για την εμμονή μου, εντάσσονταν, παραδοσιακά, σε δύο κατηγορίες: απότομο ανασήκωμα φρυδιού συνοδευόμενο από λοξό χαμόγελο ή συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού μαζί με σούφρωμα φρυδιών. Η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν ήταν μια μοναχική δραστηριότητα. Εκτρέφω μέλισσες στο διαμέρισμά μου. Ξεκίνησε σα μια φιλοπερίεργη προσπάθεια να αποκοπώ απόλυτα από το περιβάλλον μου, ζώντας ταυτόχρονα μέσα σ'αυτό. Στη διάρκεια μιας καλοκαιρινής μου παθολογικής απραξίας, ένα αμερικάνικο εγχειρίδιο τσέπης του '52, με τον παράδοξο τίτλο "Η Βίβλος του Ερασιτέχνη Μελισσοκόμου", μου αποκαλύφθηκε στο ράφι ενός παλιατζίδικου που έκανε εκποίηση. Αδικαιολόγητα ενθουσιασμένη, προμηθεύτηκα όλο το δέοντα εξοπλισμό, αφού αποστήθισα πιστά τα κυριότερα χωρία της προαναφερθείσας "Βίβλου". Έκανα μια αυτοσχέδια ανακαίνιση στο σαλόνι μου, όπου και εγκατέστησα δεκαεπτά κυψέλες.

Από τότε η ζωή μου νοηματοδοτήθηκε ριζικά. Τα μελίσσια απορροφούν όλες τις ώρες της ημέρας μου. Ο χρόνος που δαπανούσα σε δουλειά και κοινωνικές συναναστροφές σταδιακά συμπιέστηκε στα απολύτως απαραίτητα. Ταϊζω τις μέλισσες με υποκατάστατα γύρης, αερίζω τις κυψέλες, συλλέγω το μέλι, το αποθηκεύω και έπειτα το συντηρώ. Το μέλι της συγκομιδής μου ιατρικά δε θεωρείται βρώσιμο. Αλλά στην προσωπική μου θεολογία, κατέχει τη θέση της μετάληψης . Οι μέλισσες αποκτούν θεϊκή υπόσταση. Οι κυψέλες τους αποτελούν εξαγιασμένα άβατα. Μόνο ως ιέρεια τις επισκέπτομαι. Οι τελετές λατρείας είναι συχνά επώδυνες. Τις υπηρετώ ωστόσο με θρησκόληπτη κατάνυξη. Τους έχω αφιερώσει τη ζωή μου.

Δεν ξέρω αν ήσουν προϊδεασμένος για όλα αυτά τη μέρα που μου χτύπησες ξεκάρφωτα το κουδούνι. Θυμάμαι όμως ότι παρατήρησες αμέσως τα σημάδια στα χέρια μου. Κατέβασα βιαστικά τα μανίκια και δε σου μίλησα περισσότερο. Ήσουν επίμονος στην απαίτησή σου να σε επισκεφτώ. Μου πήρε μέρες να το αποφασίσω. Φτάνοντας στο κατώφλι σου ο σφυγμός μου επιταχύνθηκε. Σήμανε συναγερμός σε όλα μου τα αισθητήρια. Μου άνοιξες την πόρτα. Άκουσα το βόμβο τους. Μύρισα το γνώριμο βαρύ άρωμα. Άγγιξα τα γυμνά χέρια σου, γεμάτα τσιμπήματα και πληγές. Είδα τις κυψέλες. Και όταν σε φίλησα, γεύτηκα. Αχόρταγα. Τα στόματά μας πνιγμένα στο ίδιο παχύρευστο χρυσάφι.

Δυσκολεύτηκα πολύ να πείσω τον εαυτό μου ότι υπήρχες με όρους πραγματικότητας και όχι κάποιας από τις συνηθισμένες μου παραισθήσεις υπεργλυκαιμίας. Ώστε λοιπόν δεν ήμουν μόνη. Μέσα στη σάπια αυτή πόλη, υπήρχε ένας παράδεισος δίδυμος με το δικό μου . Για τους αμύητους, είμασταν τρόφιμοι στο ίδιο μελισσοκομικό ψυχιατρείο. Για μας, είμασταν απλά ομόθρησκοι. Αναρωτιόμουν αν είμασταν ο ένας η φρεναπάτη του άλλου. Αν απλώς ονειρευόμασταν ταυτόχρονα. Όμως μιλούσαμε, κοιταζόμασταν, αγγιζόμασταν. Και μεθούσαμε μαζί. Μόνο με μέλι.

Ήξερα, βέβαια, από την αρχή ότι σύντομα θα εξοριζόσουν από την πόλη και μαζί από το ναό σου. Οι ιερές σου μέλισσες είχαν συγκατανεύσει. Δε μπορούσα να το αποτρέψω. Πριν φύγεις μ'έβαλες να σου υποσχεθώ ότι θα περιποιούμαι το ιερό σου και θα τιμώ και τις δικές σου θεότητες μαζί με τις δικές μου. Επιπλέον πίστη στους ώμους μου. Βαρύ το χρέος που δέχτηκα. Είπες κάποτε θα γυρίσεις.

Και νά'μαι τώρα εδώ. Στο σκοτεινό σου διαμέρισμα με τα κατεβασμένα στόρια. Στέκομαι ανάμεσα στις κυψέλες του ναού σου. Αυτή την ώρα μοιάζουν σα να φωσφορίζουν. Άρωμα παλιάς κηρήθρας πυκνώνει τον αέρα. Η θλίψη μου γίνεται ανάγλυφη. Παρατηρώ στο μισόφωτο τις μικρές σου θεές, πώς επιμένουν να ζουν, να φθείρονται και να πεθαίνουν, μόνο για λίγες ιερές σταγόνες. Φέρνω το χέρι μου κοντά τους. Τις προσκαλώ. Αισθάνομαι το κεντρί των ιερών σου μελισσών να μπήγεται αργά, όλο και πιο βαθιά στο δέρμα μου. Πονάω. Αναριγώ από ηδονή. Έτσι σε νιώθω πια σαρκικά. Έτσι εξιλεώνω την έλλειψή σου. Κλείνω τα μάτια και χαμογελάω αχνά, καθώς βουλιάζω σ'ένα πηχτό, λιγωτικό, χρυσοκίτρινο, ολόδικό μας ψέμα.