Ο εφιάλτης του Γαλιλαίου


Θυμάμαι το πρώτο πράγμα που αντίκρισα βγαίνοντας απ’το κουκούλι μου. Ήταν το είδωλό μου παραμορφωμένο. Γεννήθηκα μέσα σε μια κεκλιμένη μεταλλική σήραγγα, ανάμεσα σε έναν κοίλο και έναν κυρτό καθρέφτη. Τις πρώτες μου μέρες ήμουν αφοσιωμένη στην εξοικείωση με το νέο μου σώμα. Τα φτερά μου αναπτύχθηκαν μέσα σε λίγες ώρες και ανυπομονούσα να τα δοκιμάσω. Ωστόσο αυτός ο τόπος δε θα μπορούσε να αποδειχτεί εχθρικότερος για ένα νεαρό λεπιδόπτερο. Όχι μόνο είναι απελπιστικά περίκλειστος από σκληρά και ολισθηρά τοιχώματα, αλλά και ανάμεσα στα διαδοχικά κάτοπτρα που κρέμονται κατά μήκος της σήραγγας, οι αποστάσεις είναι ασφυκτικά μικρές. Ο μόνος τρόπος να κινούμαι στα μεσοδιαστήματα είναι να διπλώνω σφιχτά τα φτερά μου και να σέρνομαι κάτω από τις στενές χαραμάδες μεταξύ των κατόπτρων και των μεταλλικών τοίχων.

Έφτασε κάποτε η μέρα που η ανάγκη να εξερευνήσω τη μυστηριώδη φωλιά μου έγινε επιτακτική. Αποφάσισα να αναρριχηθώ στη σήραγγα, περνώντας ανάμεσα από τους αλλεπάλληλους καθρέφτες μέχρι να φτάσω στο τέρμα της. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, είχα ταυτίσει το τέρμα με το ανώτατο άκρο της. Έτσι στράφηκα προς την ανηφορική πλευρά της και ξεκίνησα την ανάβαση. Γαντζωνόμουν με τα μπροστινά μου πόδια από τα λεπτά σιδερένια στηρίγματα των κατόπτρων και χρησιμοποιούσα τα πίσω πόδια μου για να δίνω ώθηση στον κορμό μου. Τα φτερά μου γδέρνονταν καθώς ακουμπούσαν στις γυάλινες κοφτερές ακμές. Τα πόδια μου, λεπτά και αδύναμα, γρήγορα εξαντλήθηκαν κι αυτό ελάττωσε ραγδαία το ρυθμό ανάβασής μου.

Αρκετούς καθρέφτες και πολλές χαρακιές μετά, άρχισε να αχνοφαίνεται, φιλτραρισμένη από πολλές και διαφορετικές παραμορφώσεις, μια απαλή φωτοχυσία. Τα πόδια μου είχαν σχεδόν παραλύσει από την εξαντλητική διαδρομή, αλλά τώρα βρισκόμουν μόλις έναν καθρέφτη μακριά από την παλλόμενη μυστηριώδη λάμψη. Πέρασα κάτω και από την τελευταία χαραμάδα και βρέθηκα μπροστά σε ένα θέαμα που μ’έκανε να ανοίξω ασυναίσθητα τα γρατζουνισμένα φτερά μου. Αμέτρητα σφαιρικά σώματα να αιωρούνται σε ένα γαλακτώδες αρμονικό σκοτάδι, να περιστρέφονται φωτισμένα και να περιφέρονται γύρω από άλλα μεγαλύτερα, κι ανάμεσά τους να αναβοσβήνουν σπινθήρες όλων των χρωμάτων μέσα σε μια φαντασμαγορική, εκκωφαντική σιωπή. Θα μπορούσα να ατενίζω έκθαμβη τις ανεξήγητες κινήσεις των πανέμορφων άγνωστων σωμάτων για πάντα.

Από τη ρέμβη μου με ξύπνησε μια απότομη αλλαγή στη κλίση της σήραγγας. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβαινε, άρχισα να κατρακυλάω ανεξέλεγκτα κάτω από τον ένα καθρέφτη μετά τον άλλο. Γλιστρούσα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έχοντας κουλουριάσει τα πόδια και τα φτερά στον κορμό μου για να προστατευτώ. Ωστόσο, τα φτερά μου σκάλωσαν σε μια από τις χαραμάδες, με αποτέλεσμα να αποκολληθούν από το σώμα μου προκαλώντας μου ανατριχιαστικό πόνο. Η ραγδαία μου κάθοδος τερματίστηκε πάνω σε ένα τελευταίο κοίλο κάτοπτρο. Προφανώς είχα φτάσει στην άλλη άκρη της σήραγγας.

Λίγες στιγμές αργότερα, αισθάνθηκα με ανακούφιση την κλίση του τούνελ να αλλάζει ξανά. Τώρα έγινε ομαλότερη επιτρέποντάς μου να απομακρυνθώ έρποντας, και να παρατηρήσω τι κρυβόταν πίσω από τον τελευταίο καθρέφτη. Το θέαμα που αποκαλύφθηκε μου δημιούργησε ασυναίσθητες συσπάσεις στην πλάτη, σα να προσπαθούσα να απλώσω τα ακρωτηριασμένα πια φτερά μου. Ένας γιγάντιος υγρός κύκλος με ακτίνες σε ανοιχτές γαλάζιες αποχρώσεις, μέσα του ένας μικρότερος ομόκεντρος γκρίζος, να κινούνται μαζί νωχελικά, να διαστέλλονται και να συστέλλονται ανεπαίσθητα επιπλέοντας σε ένα ολόλευκο ρευστό φόντο που ακτινοβολούσε μέσα σε μια μεγαλειώδη, εκκωφαντική σιωπή. Θα μπορούσα να ατενίζω έκθαμβη τις ανεξήγητες κινήσεις των πανέμορφων άγνωστων σωμάτων για πάντα.

Κάπως έτσι κύλησαν οι μέρες της ζωής μου μέσα σ’αυτόν τον αφιλόξενο αλλά συναρπαστικό τόπο. Τα πόδια μου έχουν προσαρμοστεί πλέον στο παράταιρο περιβάλλον μου και με εξυπηρετούν άνετα στις εκούσιες και ακούσιες παλινδρομήσεις μου από τη μία ακριανή οθόνη ως την άλλη. Έχοντας καταλάβει ότι μου απομένουν λίγες ώρες ακόμα ζωής, η πρόωρη απώλεια των φτερών μου δε με προβληματίζει ούτε με μελαγχολεί πια. Μου ήταν άχρηστα εδώ μέσα. Είμαι πεπεισμένη ότι δεν πρόκειται να βγω ποτέ. Μάλιστα νιώθω βαθιά ευεργετημένη, που κατάφερα να βιώσω τέτοιες συγκινήσεις, ανήκοντας για όλη μου τη σύντομη ζωή, έστω κατά λάθος, σ’αυτή τη σήραγγα των θαυμάτων. Εξάλλου, είναι και μια φρικτή υποψία που με δηλητηριάζει όποτε σκέφτομαι τη φυγή: και οι δύο πόρτες της σήραγγας οδηγούν στο ίδιο σκοτεινό δωμάτιο.

Θειάφι


Άνοιξα τα μάτια μου με με μεγάλη προσπάθεια και το μόνο που είδα ήταν κίτρινο. Προσπάθησα να υγράνω τα χείλη μου αλλά μάταια. Το στόμα μου είχε στεγνώσει και καλυφθεί από μια κίτρινη λεπτόκοκκη άμμο. Καθώς ξέθαβα ένα ένα τα πόδια μου παρατήρησα ότι ήμουν γυμνή. Ανασηκώθηκα και προσπαθώντας να αναπνεύσω, μια πνιγηρή μυρωδιά από θειάφι μ'έκανε να σωριαστώ βήχοντας πάνω σε κάτι σκληρό και ζεστό, με αιχμηρή άκρη. Τρίβοντας το γδαρμένο μου πόδι, γύρισα να δω τί ήταν. Ένας λεπτός, κυκλικός τοίχος, που το ύψος του δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο και η εξωτερική του επιφάνεια ήταν λεία και μαύρη. Γυάλιζε βασανιστικά για τα μάτια μου μέσα στην κίτρινη μονοχρωμία του τοπίου. Μου έκανε εντύπωση ότι το παράξενο μέταλλο του τοίχου απωθούσε τη θειούχα σκόνη, σαν αντίθετος μαγνητικός πόλος. Αποφάσισα να τον αποκαλώ πηγάδι. Ο όρος ήταν αρκετά αυθαίρετος, όπως διαπίστωσα σκύβοντας πάνω απ'το μάτι του "πηγαδιού" και αντικρίζοντας μόνο πηχτό σκοτάδι απροσδιόριστου βάθους. Οποιοδήποτε υγρό στοιχείο θα ήταν ασύμβατο με έναν τέτοιο τόπο.

Οι ώρες περνούσαν. Δε μπορούσα να καθίσω στα τοιχώματα με τις κοφτερές ακμές, αλλά ούτε και να ξεκουράσω την πλάτη μου πάνω τους χωρίς να διακινδυνεύσω το έγκαυμα. Διψούσα αφόρητα. Η έλλειψη νερού άρχιζε να αφυδατώνει και τη σκέψη μου. Μου ήταν αδύνατο να κάνω οποιονδήποτε συνειρμό. Αυτόνομες λάμπες άναβαν και έσβηναν σε οριζόντια διάταξη στο μυαλό μου. το-σκοτάδι-πίνεται-το-πηγάδι-με-πίνει-είμαι-έξω-θα-κολυμπήσω-ο-ουρανός-δεν-αλλάζει-χρώμα-κίτρινα-βήματα-φεύγω.

Θα πρέπει να είχα πέσει σε κόμμα ξαπλωμένη μπρούμυτα στην άμμο αρκετές ώρες, ή μέρες ή μήνες. Όταν συνήλθα δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ο χρόνος εδώ δεν έρεε ούτε πάφλαζε ούτε βάλτωνε. Τα δευτερόλεπτα εδώ ήταν ψαθυρά και μύριζαν θειάφι. Όμως οι αισθήσεις μου ακόμα ανάσαιναν και θέλησα να επιβιώσω. Μπορεί να μη θυμόμουν πώς βρέθηκα εδώ αλλά οπωσδήποτε έπρεπε να φύγω. Ερεύνησα το έδαφος γύρω μου. Παρατήρησα ότι μπροστά από το πηγάδι ξεκινούσε μια διπλή σειρά από ανεπαίσθητες βυθίσεις στο κίτρινο χώμα, σχεδόν εξαφανισμένες πια από την επιδρομή της σκόνης. Κάποιος περπάτησε εδώ. Αν ήμουν πιστή θα ευγνωμονούσα παθιασμένα κάποιον θεό για την καλή μου τύχη αλλά τώρα, εξάσκησα απλώς το δικαίωμα υποταγής στη μοναδική δυνατότητα.

Ξεκίνησα ενθουσιασμένη να βαδίζω στο σαθρό μονοπάτι. Το θειάφι ολοένα συσσωρευόταν στο σώμα μου. Ένιωθα τα πνευμόνια και τις αρθρώσεις μου να έχουν βαφτεί κίτρινα. Ωστόσο, η παράλογη βεβαιότητα ότι προχωρούσα πάνω σ'ένα βέλος εξόδου λειτουργούσε για μένα βαρβιτουρικά. Αφού περπάτησα ώρες ή μέρες ή βδομάδες, διέκρινα κάτι σκούρο να στεφανώνει τον ορίζοντα μπροστά μπροστά μου. Πλησίαζα. Έμοιαζε με μαύρο τοίχο που σαν φράχτης περιέζωνε τη θειώδη έρημο, ως εκεί που έφτανε το μάτι μου. Πλησίαζα. Έλαμπε βασανιστικά κάτω απ'το κίτρινο φως. Πλησίαζα. Η επιφάνειά του ήταν κοίλη. Πλησίαζα. Είδα ότι ο πανύψηλος τοίχος απωθούσε τη σκόνη σαν αντίθετος πόλος μαγνήτη. Άρχισα να τρέχω προς τα πάνω του. Έπρεπε να εντοπίσω την πόρτα. Δε μπορεί κάπου εδώ θα έπρεπε να βρίσκεται. Έφτασα μπροστά στον τοίχο και άρχισα μέσα στην απελπισία μου να τον ψηλαφίζω ψάχνοντας το άνοιγμα. Κατάφερα μόνο να κάψω τις παλάμες μου.

Κάθισα στην άμμο εξαντλημένη από τον πόνο και τη δίψα και τότε τους είδα. Ήταν πολλοί. Άλλος κοντά, άλλος μακρύτερα, άλλος έφευγε κι άλλος πλησίαζε, καθένας μόνος του. Σέρνονταν σαν υπνωτισμένοι αλλά συνέχιζαν το δρόμο τους. Κάτι σα να ψιθύριζαν, όλοι το ίδιο, μια λέξη ή μια φράση, υπόκωφα κι ρυθμικά, σαν αδύναμο σήμα από τους πομπούς των σωμάτων τους που παρέλυαν πάνω στην κίτρινη άμμο αλλά εξακολουθούσαν. Πριν καταλάβω τί ήταν αυτό που επαναλάμβαναν, βυθίστηκα σε κόμμα. Άρχισαν πάλι να αναβοσβήνουν λάμπες στο κεφάλι μου. το-σκοτάδι-πίνεται-το-πηγάδι-με-πίνει-είμαι-μέσα-θα-κολυμπήσω-ο-ουρανός-δεν-αλλάζει-χρώμα-κίτρινα-βήματα-φεύγω.

Όταν συνήλθα δεν είχε αλλάξει τίποτα. Αντίκρισα όμως μπροστά στον τοίχο, να ξεκινά μια διπλή σειρά από ανεπαίσθητες βυθίσεις, σχεδόν καλυμμένες από τη θειούχα σκόνη. Αν ήμουν πιστή θα ευγνωμονούσα παθιασμένα κάποιον θεό για την καλή μου τύχη αλλά τώρα εξάσκησα απλώς το δικαίωμα υποταγής στη μοναδική δυνατότητα.

Εξόφληση


Ξύπνησα μ'έναν άγριο πονοκέφαλο να μου δαγκώνει τα μηνίγγια. Τα πόδια μου ήταν μουδιασμένα και το στόμα μου είχε μια γεύση από άδειο στομάχι. Πάλι με είχε πάρει ο ύπνος στο λεωφορείο του γυρισμού από τη βραδινή δουλειά μου. Η βαριεστημένη φωνή του οδηγού μου υπενθύμισε ότι εδώ δεν είναι ξενώνας για αστέγους. Όχι κύριε, αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή μου, σπίτι ακόμη έχω, κι αυτό το τελευταίο εχέγγυο του εαυτού μου δε μοιάζει σε τίποτα μ'αυτό το βρώμικο, σκοτεινό κουφάρι οχήματος. Σηκώθηκα θιγμένη και απρόθυμη και πήρα το πρώτο λεωφορείο της ημέρας προς το σπίτι. Ίσα που προλάβαινα να πλυθώ, ν'αλλάξω στολή και να πιω λίγο ξαναζεσταμένο καφέ στα γρήγορα. Η πρωινή μου δουλειά ξεκινάει στις εφτάμισι.

Φυσικά και με εξαντλούσε στην αρχή. Τώρα συνήθισα. Μια κληρονομική μοιρολατρία με σιγοντάρει και καταπίνω αμάσητα ωράρια, εργοδότες γεννημένους να ουρλιάζουν και συναδέλφους μουγγούς και κουφούς. Το πρωί δουλεύω καθαρίστρια σ'ένα βυρσοδεψείο στα προάστια της γειτονικής κωμόπολης. Το βράδυ νυχτοφύλακας σ'ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης πολυελαίων. Το ίδιο μου κάνει. Προσπαθώ να μη θυμάμαι ακριβώς πόσα και σε ποιους χρωστάω. Πάντως ξέρω ότι είναι σίγουρα πολλά σε πολλούς. Όταν πριν λίγα χρόνια έμεινα ξεκρέμαστη να αιωρούμαι μεταξύ αυτοκτονίας και δανεικών, είχα αποφασίσει ότι πρέπει να δουλέψω. Είναι ο μόνος τρόπος για να πάρω πίσω τα υποθηκευμένα μου. Για είδη προικός, αυτοκίνητο, έπιπλα και συσκευές δε με νοιάζει. Αλλά τα δαχτυλίδια και τα βιβλία μου τα θέλω όλα πίσω πριν πεθάνω.

Με πιάνουν τα γέλια όταν αναπολώ την προηγούμενη ζωή μου. Μια φορά σκέφτηκα ότι αν συνέρραφα στο ίδιο πλάνο τον τώρα και τον τότε εαυτό μου, η σκηνή θα θύμιζε γλυκερή αμερικάνικη ταινία του '70 με δίδυμες αδερφές για πρωταγωνίστριες. Φθονερά διαφορετικές και στο φινάλε μια υποχρεωτική αδελφική αγάπη να τις εγκαλεί στη μελοδραματική τάξη. Το ξέρω ότι τώρα πια δεν είμαι για χαρτιά-μολύβια-σελίδες-μεγάλες οθόνες-πικ-απ-κοκκάλινα γυαλιά-μυρωδιά γαλλικού καφέ και αχρησιμοποίητα πινέλα. Αλλά ούτε και νιώθω πόνο από τις δαγκωματιές της δουλειάς στην πλάτη της ζωής μου. Κάπου κάπου μόνο αναρωτιέμαι γιατί αυτές οι αϋπνίες...

Κατέβηκα απ'το λεωφορείο. Επιτέλους έφτασα, πραγματικές τανάλιες αυτά τα παπούτσια στα πόδια μου, πρέπει τον άλλο μήνα να μαζέψω λεφτά για καινούργια. Μπήκα στην οικοδομή αφήνοντας όπως πάντα τις πλανόδιες μυρωδιές μαγειρεμένων φαγητών να με βυθίσουν σε στιγμιαία μαύρη κατάθλιψη. Βγαίνω απ΄το ασανσέρ στο διάδρομο με τη χαλασμένη λάμπα και ψάχνω στο σακίδιό μου τα κλειδιά. Δυσκολεύμαι να τα βρω, στο τέλος αγανακτώ και αδειάζω το περιεχόμενο του σακιδίου στο διάδρομο. Εξακολουθώ να μην τα διακρίνω στα σκοτεινά. Αλλά ίσως να μη φταίει μόνο το σκοτάδι είναι και ένα στυφό προαίσθημα που με αναμοχλεύει μέρες τώρα. Επιτέλους, εδώ είναι. Πλησιάζω-δεν ξέρω γιατί με τόση αγωνία-το κλειδί στην πόρτα. Το σπρώχνω μέσα. Βρίσκει σε κάτι σκληρό. Αδύνατον να γυρίσει στην κλειδαριά. Δεν είναι καμιά σπουδαία πόρτα, μια φτηνή ξύλινη άσπρη με πλαστικό χερούλι. Κοιτώντας απ΄την κλειδαρότρυπα το μόνο που μπόρεσα να δω ήταν κάτι άσπρο με ριγωτή υφή. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Από τη χαραμάδα της πόρτας έβγαινε μια οσμή που με ανατρίχιαζε ανελέητα. Μύριζε χαρτί. Όχι καμμένο, όχι σάπιο, μύριζε φρέσκο χαρτί. Με κομμένα γόνατα, έκανα ένα βήμα πίσω και τότε το πρόσεξα. Δίπλα στην πόρτα μια τεράστια στίβα λευκές σελίδες δεμένες με σπάγκο, εφτά μολύβια, μια ξύστρα, μια σβύστρα. Πήρα τα χαρτιά στα χέρια μου αρχίζοντας να υποψιάζομαι ότι δεν πρόκειται για φάρσα. Στην πρώτη σελίδα διάβασα μετά βίας δυο σειρές με αχνούς καλλιγραφικούς χαρακτήρες. Ακούμπησα την παλάμη μου στα χείλη. "Πίστωση χρόνου λήξασα. Κατάσχεται η οικία μέχρις εξόφλησης ακεραίας της οφειλής."

Τώρα κάθομαι στο παγωμένο μωσαϊκό του διαδρόμου με το ελάχιστο φως που φτάνει απ'τη σκάλα. Έχω λιώσει τα τρία μολύβια πρέπει να'χω πυρετό ο αυχένας μου με πεθαίνει αλλά συνεχίζω. Δεν είναι μόνο ότι χρειάζομαι πίσω το σπίτι. Απλά αυτό το Χρέος δεν σηκώνει άλλη αναβολή. Δεν ξέρω πόσο θα μου πάρει, δεν ξέρω για πόσο θ'αντέξω, μόνο σκύβω το κεφάλι και γράφω. Ξανά. Γράφω. Επιτέλους. Γράφω. Κυκλοφορεί το αίμα μου. Γράφω. Για να πω την αλήθεια, το περίμενα. Αργά ή γρήγορα, τα βιβλία που τόσο καιρό δεν έγραφα, θα έκαναν κατάληψη στο σπίτι μου.

Coiffure Mortelle


Κάθε βράδυ, ερχόταν στο δωμάτιό μου ο Χρόνος για να με χτενίσει. Με σήκωνε από το κρεβάτι και μ'έβαζε να καθίσω σε μια καρέκλα μπροστά στον καθρέφτη. Κρατούσε μια λευκή κοκκάλινη χτένα με τρία δόντια. Στην αρχή χάιδευε τα μαλλιά μου και τα ξέμπλεκε απαλά, αφήνοντάς τα ομορφότερα από πριν. Μετά οι κινήσεις του άρχισαν να γίνονται πιο απότομες, ξεριζώνοντας όλο και περισσότερες τρίχες μου κάθε φορά. Όταν πια η περιποίηση της χτένας του με άφησε χωρίς καθόλου μαλλιά, δεν πτοήθηκε. Επέμενε να έρχεται τα βράδια, και να χαράσσει με τη χτένα του βαθιά το γυμνό μου κεφάλι. Με τις γεμάτες ζήλο επαναλαμβανόμενες κινήσεις του,το δέρμα του κρανίου μου σταδιακά αφαιρέθηκε, οπότε συνέχισε ακάθεκτος προς το εσωτερικό. Έσκαβε μεθοδικά με τη χτένα του τον εγκέφαλό μου μεταβάλλοντας τον σε ξεσκισμένο κουβάρι, του οποίου τα κομμάτια πετούσε βιαστικά στο πάτωμα. Την τελευταία μέρα, τον θυμάμαι να πλησιάζει στο αφτί μου και να λέει τρυφερά: "Τελικά, ήσουν κλεψύδρα μιας χρήσης".

Μελισσοκόμοι


Σίγουρα ακούγεται αλλόκοτο σε κάποιον όταν το πληροφορείται. Οι αντιδράσεις που εισέπραττα πάντα όταν τους μιλούσα για την εμμονή μου, εντάσσονταν, παραδοσιακά, σε δύο κατηγορίες: απότομο ανασήκωμα φρυδιού συνοδευόμενο από λοξό χαμόγελο ή συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού μαζί με σούφρωμα φρυδιών. Η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν ήταν μια μοναχική δραστηριότητα. Εκτρέφω μέλισσες στο διαμέρισμά μου. Ξεκίνησε σα μια φιλοπερίεργη προσπάθεια να αποκοπώ απόλυτα από το περιβάλλον μου, ζώντας ταυτόχρονα μέσα σ'αυτό. Στη διάρκεια μιας καλοκαιρινής μου παθολογικής απραξίας, ένα αμερικάνικο εγχειρίδιο τσέπης του '52, με τον παράδοξο τίτλο "Η Βίβλος του Ερασιτέχνη Μελισσοκόμου", μου αποκαλύφθηκε στο ράφι ενός παλιατζίδικου που έκανε εκποίηση. Αδικαιολόγητα ενθουσιασμένη, προμηθεύτηκα όλο το δέοντα εξοπλισμό, αφού αποστήθισα πιστά τα κυριότερα χωρία της προαναφερθείσας "Βίβλου". Έκανα μια αυτοσχέδια ανακαίνιση στο σαλόνι μου, όπου και εγκατέστησα δεκαεπτά κυψέλες.

Από τότε η ζωή μου νοηματοδοτήθηκε ριζικά. Τα μελίσσια απορροφούν όλες τις ώρες της ημέρας μου. Ο χρόνος που δαπανούσα σε δουλειά και κοινωνικές συναναστροφές σταδιακά συμπιέστηκε στα απολύτως απαραίτητα. Ταϊζω τις μέλισσες με υποκατάστατα γύρης, αερίζω τις κυψέλες, συλλέγω το μέλι, το αποθηκεύω και έπειτα το συντηρώ. Το μέλι της συγκομιδής μου ιατρικά δε θεωρείται βρώσιμο. Αλλά στην προσωπική μου θεολογία, κατέχει τη θέση της μετάληψης . Οι μέλισσες αποκτούν θεϊκή υπόσταση. Οι κυψέλες τους αποτελούν εξαγιασμένα άβατα. Μόνο ως ιέρεια τις επισκέπτομαι. Οι τελετές λατρείας είναι συχνά επώδυνες. Τις υπηρετώ ωστόσο με θρησκόληπτη κατάνυξη. Τους έχω αφιερώσει τη ζωή μου.

Δεν ξέρω αν ήσουν προϊδεασμένος για όλα αυτά τη μέρα που μου χτύπησες ξεκάρφωτα το κουδούνι. Θυμάμαι όμως ότι παρατήρησες αμέσως τα σημάδια στα χέρια μου. Κατέβασα βιαστικά τα μανίκια και δε σου μίλησα περισσότερο. Ήσουν επίμονος στην απαίτησή σου να σε επισκεφτώ. Μου πήρε μέρες να το αποφασίσω. Φτάνοντας στο κατώφλι σου ο σφυγμός μου επιταχύνθηκε. Σήμανε συναγερμός σε όλα μου τα αισθητήρια. Μου άνοιξες την πόρτα. Άκουσα το βόμβο τους. Μύρισα το γνώριμο βαρύ άρωμα. Άγγιξα τα γυμνά χέρια σου, γεμάτα τσιμπήματα και πληγές. Είδα τις κυψέλες. Και όταν σε φίλησα, γεύτηκα. Αχόρταγα. Τα στόματά μας πνιγμένα στο ίδιο παχύρευστο χρυσάφι.

Δυσκολεύτηκα πολύ να πείσω τον εαυτό μου ότι υπήρχες με όρους πραγματικότητας και όχι κάποιας από τις συνηθισμένες μου παραισθήσεις υπεργλυκαιμίας. Ώστε λοιπόν δεν ήμουν μόνη. Μέσα στη σάπια αυτή πόλη, υπήρχε ένας παράδεισος δίδυμος με το δικό μου . Για τους αμύητους, είμασταν τρόφιμοι στο ίδιο μελισσοκομικό ψυχιατρείο. Για μας, είμασταν απλά ομόθρησκοι. Αναρωτιόμουν αν είμασταν ο ένας η φρεναπάτη του άλλου. Αν απλώς ονειρευόμασταν ταυτόχρονα. Όμως μιλούσαμε, κοιταζόμασταν, αγγιζόμασταν. Και μεθούσαμε μαζί. Μόνο με μέλι.

Ήξερα, βέβαια, από την αρχή ότι σύντομα θα εξοριζόσουν από την πόλη και μαζί από το ναό σου. Οι ιερές σου μέλισσες είχαν συγκατανεύσει. Δε μπορούσα να το αποτρέψω. Πριν φύγεις μ'έβαλες να σου υποσχεθώ ότι θα περιποιούμαι το ιερό σου και θα τιμώ και τις δικές σου θεότητες μαζί με τις δικές μου. Επιπλέον πίστη στους ώμους μου. Βαρύ το χρέος που δέχτηκα. Είπες κάποτε θα γυρίσεις.

Και νά'μαι τώρα εδώ. Στο σκοτεινό σου διαμέρισμα με τα κατεβασμένα στόρια. Στέκομαι ανάμεσα στις κυψέλες του ναού σου. Αυτή την ώρα μοιάζουν σα να φωσφορίζουν. Άρωμα παλιάς κηρήθρας πυκνώνει τον αέρα. Η θλίψη μου γίνεται ανάγλυφη. Παρατηρώ στο μισόφωτο τις μικρές σου θεές, πώς επιμένουν να ζουν, να φθείρονται και να πεθαίνουν, μόνο για λίγες ιερές σταγόνες. Φέρνω το χέρι μου κοντά τους. Τις προσκαλώ. Αισθάνομαι το κεντρί των ιερών σου μελισσών να μπήγεται αργά, όλο και πιο βαθιά στο δέρμα μου. Πονάω. Αναριγώ από ηδονή. Έτσι σε νιώθω πια σαρκικά. Έτσι εξιλεώνω την έλλειψή σου. Κλείνω τα μάτια και χαμογελάω αχνά, καθώς βουλιάζω σ'ένα πηχτό, λιγωτικό, χρυσοκίτρινο, ολόδικό μας ψέμα.

White Lies


Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Είμαι επτά μηνών. Η πρώτη μου ανάμνηση είναι η αίσθηση του εγκαύματος από πάγο. Έτσι γεννήθηκα. Το περιβάλλον όπου ευδοκιμώ είναι εξίσου μοναδικό. Πρόκειται για μια παράδοξη έρημο, με υπέδαφος από παγοκρυστάλλους και επιφάνεια από κρυστάλλους ζάχαρης. Οι καιρικές συνθήκες εδώ είναι ομαλές και εγγεγραμμένες στο ασυνείδητό μου. Την ημέρα ζω μέσα στον παγοθύλακα όπου γεννήθηκα και τη νύχτα αναρριχώμαι μέχρι λίγα εκατοστά πάνω από την στάθμη της ζάχαρης. Η σχέση μου με το φεγγάρι έχει εκτός από ζωτική, και σεξουαλική φύση. Η σιλουέτα μου είναι λεπτή και δύσκαμπτη ενώ η επιδερμίδα μου ανάγλυφη, αποτελούμενη από λεπτούς κόκκους ζάχαρης. Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Ολόλευκη. Μέσα στους νευρώνες των φύλλων και του βλαστού μου υπάρχει πάγος. Αυτό είναι το αίμα μου. Κάποιες απειροελάχιστες μετατοπίσεις των κρυσταλλικών δομών του αποτελούν την κυκλοφορία του αίματός μου. Το σώμα μου είναι μια μικρογραφία της γης μου. Συνεπώς αναπτύσσομαι ιδανικά, χωρίς να καταβάλλω προσπάθεια. Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Πέρα από την έρημό μου, απλώνονται χαώδεις οροσειρές όπου κατοικούν πλάσματα επικίνδυνα. Απεύχομαι να τους συναντώ. Είναι σκουρόχρωμα, ιπτάμενα και τρομερά ευλύγιστα, με υγρή και γυαλιστερή επιδερμίδα. Συνήθως τα τυφλώνει η αντανάκλαση του φεγγαρόφωτου πάνω στις ζαχαροθίνες κι έτσι αποφεύγουν να πετούν πάνω από την έρημό μου όταν βρίσκομαι στην επιφάνεια. Όχι, δεν τα φοβάμαι. Αναγκάζομαι να αυτοπεριορίζω το βλέμμα μου στο έδαφος όταν πετάνε πάνω από τη γη μου, ώστε να μη σπιλώνω τις ολόλευκες αισθήσεις μου με τις σκούρες υπάρξεις τους. Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Τον τελευταίο καιρό παρατηρούσα αλλαγές στο σώμα μου. Ανεπαίσθητοι κυματισμοί είχαν διαμορφωθεί στην επιφάνεια του βλαστού μου. Γνώριζα ότι τα πρώτα μου ολόλευκα άνθη θα έκαναν την εμφάνισή τους μετά την πρώτη πανσέληνο του φθινοπώρου. Για μένα δεν υπήρχε πιο απόλυτη αίσθηση πληρότητας από το να ονειρεύομαι τα μελλοντικά μου λουλούδια να ανθίζουν κάτω απ'τις βραδινές ακτίνες του φεγγαριού. Τους μήνες της αναμονής ήμουν ιδιαίτερα προσεκτική και επιφυλακτική. Γι'αυτό και είχα σχεδόν αποκλείσει τις εξόδους μου στο έδαφος. Γνωρίζω τη μοναδικότητά μου. Είμαι ολόλευκη. Αλλά μου ήταν αδιανόητο να μην αντικρίσω τη δεύτερη αυγουστιάτικη πανσέληνο. Βγήκα λοιπόν δειλά και άνοιξα τρυφερά τη συνηθισμένη μου σχισμή στο πάπλωμα της ζάχαρης. Λίκνισα τα φύλλα μου προς προς την πανσέληνο που ήδη είχε ανατείλλει πάνω από την έρημό μου. Σαγήνη.
Το υπόκωφο σύρσιμο του αέρα που ένιωσα στους πόρους μου με απομάγεψε ραγδαία. Οι ανταύγειες του σεληνόφωτος δεν έλουζαν όπως πριν το κορμί μου. Κάτι μαύρο και ρευστό μόλυνε τον αέρα γύρω μου. Άρχισα να ακούω φτερά να πλησιάζουν. Άρχισα τότε να μυρίζομαι την υγρασία των σωμάτων τους. Είδα τα μαύρα τους μάτια να καθρεφτίζονται στους κρυστάλλους της ζάχαρης γύρω μου. Αργά πια για να κρυφτώ. Η διάπλασή μου δε μου επιτρέπει ούτε να κουλουριαστώ. Ατένιζα στητή και ολόλευκη τα μαύρα πλάσματα να αιωρούνται από πάνω μου κοιτώντας με λαίμαργα. Η πίστη μου ήταν κενή. Αποφάσισα να δώσω τη σκυτάλη στη μοίρα. Πρώτη φορά ένιωθα κάτι μαύρο τόσο κοντά μου. Πνευματική ναυτία. Κρέμονταν ώρες ολόκληρες από πάνω μου. Ήταν ο πρώτος μου βιασμός. Αλλά υπόμεινα. Όταν σταδιακά έχασαν το ενδιαφέρον τους πραγματοποίησαν μια τελευταία κυκλωτική πτήση στην έρημό μου και απομακρύνθηκαν προς τα βουνά. Δεν πρόλαβα να αναστενάξω και να νιώσω ηρωικά. Δεν είχαν φύγει όλα. Ένα μαύρο πλάσμα είχε απομείνει να με κοιτάει φιλοπερίεργα κι επίμονα. Το σώμα του είχε στάση φθόνου καθώς με προσέγγιζε χαμηλωνοντας αργά και απειλητικά τα φτερά του. Προσγειώθηκε δίπλα μου λερώνοντας με το υγρό του μαύρο αποτύπωμα το πάλλευκο έδαφος. Είχα παραλύσει. Με πλησίασε. Ένιωσα το χνώτο του στους μίσχους και τα φύλλα μου. Άρχισα να μην ελέγχω τους σπασμούς μου. Το μαύρο πλάσμα απολάμβανε το φόβο μου. Άνοιξε το στενό του στόμα. Ξετύλιξε τη γλώσσα του. Έγλειψε αργά τον κορμό μου από πάνω μέχρι κάτω. Μετά τραβήχτηκε απότομα και πέταξε μακριά, μάλλον δυσαρεστημένο από τη γευστική του εμπειρία. Όλα χάθηκαν σε βουητό. Δυστυχώς δε λιποθύμησα. Ένιωσα. Αλλά κυρίως. Είδα. Το ίχνος που άφησε το σάλιο του στο σώμα μου είχε αφαιρέσει τη ζαχαρένια κρούστα της επιδερμίδας μου. Στην αρχή αρνήθηκα να το πιστέψω. Δε μπορούσα να το υποστώ. Όμως το έβλεπα. Μαύρο χρώμα. Το σώμα μου ολόμαυρο. Κάτω απ'τη ζάχαρη. Ήμουν μαύρη. Ολόμαυρη. Δε γνώριζα ποιά ήμουν. Αρνιόμουν τον εαυτό μου. Πονούσα. Πόνος βουβός σα ρόγχος. Μια ημέρα μετά, βίαια εξογκώματα παραμόρφωσαν το κορμί μου. Όχι, δεν άνθισαν πρόωρα τα λευκά λουλούδια του ονείρου μου. Ήταν αγκάθια. Και ήταν μαύρα. Ολόμαυρα. Υποφέρω. Η σωματοδομή μου δε μου επιτρέπει να αυτοκτονήσω. Δεν αποδέχομαι πλέον εμένα. Η ασχήμια μου με βασανίζει. Δε μου αξίζει η γη μου. Παράσιτη κηλίδα στην έρημο που πια δε μου ανήκει. Ντρέπομαι τον παγο που με γέννησε. Ντρέπομαι τη ζάχαρη που με μεγάλωσε. Ντρέπομαι το φεγγάρι που κάποτε μ'ερωτεύτηκε. Δε γνωρίζω στ'αλήθεια τίποτα για τη μοναδικότητά μου. Δεν είμαι καν ολόλευκη.