Το χρέος προς τον πατέρα


Καθόμουν σε μια αμμουδιά. Πάνω σ'ένα σάπιο κορμό. Κύματα κάθετα στις πέτρες. Οι αφροί έφταναν και μου έβρεχαν το πρόσωπο. Χλωμό όπως άλλοτε και στεγνό όπως πάντα. Δίπλα μου στεκόταν κάποιος. Ο αέρας αφόρητος ανάμεσά μας και το φως σκληρό και άσπρο. Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα ούτε ματιά. Ατενίζαμε ψυχρά την τρικυμία που άνθιζε μπροστά μας. Σηκώθηκα απότομα και ούρλιαξα: ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΕΞΩ ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ; Μετά κοίταξα ντροπιασμένη κάτω την υγρή άμμο. Διαπίστωσα ότι τα μάτια μου έσταζαν κάτι κόκκινο και πηχτό. Αντέδρασα ψύχραιμα. Πασάλειψα με τα χέρια μου τα μάγουλά μου και τους ώμους. Το υγρό είχε μια μαύρη και οικεία οσμή. Ένιωσα τον άγνωστο που στεκόταν δίπλα μου να μετακινεί το βάρος του στο άλλο πόδι. Κατάλαβα ότι τόση ώρα βρισκόμουν κάτω από τη σκιά του καπέλου του. Φάνταζε εντελώς αδιάφορος απέναντι στην ανεξήγητη ροή του κόκκινου υγρού από τα μάτια μου που δεν έλεγε να σταματήσει. Είχα αρχίσει να νιώθω ότι το κενό ανάμεσα σε μένα και αυτόν είχε σχήμα και όγκο. Ήθελα να τον πλησιάσω και να απολογηθώ για την απερίσκεπτη κραυγή μου και την κόκκινη λίμνη που σταδιακά σχηματιζόταν στην άμμο. Στο δεύτερο βήμα μου προς το μέρος του, σκόνταψα πάνω σε κάτι κρύο και μεταλλικό. Το πήρα στα χέρια μου, το τίναξα απ'την άμμο, το περιεργάστηκα. Μου ήταν αλλόκοτα γνώριμο. Ήξερα πώς να το χρησιμοποιήσω. Το χρησιμοποίησα. Σαν έτοιμη από καιρό. Και χωρίς δεύτερη σκέψη. Έπειτα, πιο άδεια από ποτέ συνέχισα να πλησιάζω τον άγνωστο, ώσπου τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
Είμαι αυτή που επέστρεψε στον Καρυωτάκη το περίστροφό του.
Ή μάλλον ήμουν.