Αλληθωρίζοντας προς τα μέσα


Η ασφάλεια και ο αχνός της τρυφερότητας κατοικούν σ'ένα καλοσυνάτο σπίτι στην αγγλική εξοχή. Απ'έξω όλα μοιάζουν με σιρόπι που έδεσε, αλλά για τη μοναδική κάτοικό του, τα χρώματα του αέρα φαντάζουν κάποιες μέρες ομολογουμένως ζοφερά. Αυτή φταίει. Μια σπάνια πάθηση στα μάτια της, την εξαναγκάζει να διαβάζει λέξεις στα περαστικά βαμβάκια του ουρανού. Λέξεις σε φράσεις χάλκινες, όπως: "Δε μου φτάνει η συμπάθεια θέλω έρωτα". Ζαρώνει στη στέγη του σπιτιού της, αγκαλιάζει την καπνοδόχο, και κλαίει για να αναπληρώσει τη βροχή που έλειψε στα κεραμίδια. Θυμάται τότε τον ιππότη, που της είχε χτυπήσει με θράσος το ατσάλινο τζάμι. Στάθηκε απέναντί του αγιάτρευτα σπάταλη. Του αφιέρωσε ένα ολόκληρο απογευματινό της όνειρο. Σφάδαζε εκείνος έξω στην αυλή και μ'ένα κόκκινο μπουκάλι στα μάτια του, με μια ζεστή βία στα χέρια του, χάιδευε το ρόπτρο του άβατού της. Ούρλιαζε ότι θέλει να πεθάνουν μαζί. Ήθελε να πεθάνουν μαζί. Πέθαινε για να πεθάνουν μαζί. Αυτή τον κοιτούσε απέχοντας απ'την έξαψή του ακριβώς επτά κόμμα εικοσιπέντε ναυτικά μίλια. Τελικά ο ιππότης έμεινε και σάπισε έξω απ'το φράχτη της. Οι σαρκοφάγες μιμόζες της ένιωσαν ευγνωμοσύνη απέναντι στην τύχη τους. Κι όσο για τώρα... Που ατέλειωτα ριζοχώραφα ξετυλίγονται γύρω απ΄την αυλή της...Τώρα μαθαίνει ν'αφήνει ξανά τα νύχια της μακριά και να εκτιμά την ταπετσαρία στο σαλόνι για την πολύτιμη συντροφιά της. Προσπαθεί να περπατά πρωτότυπα, γι'αυτό ξαναφορά τα στενά της κοριτσίστικα παπούτσια. Και χάραξε στον ξύλινο τοίχο: "Είναι αλλοφροσύνη να μαζεύεις τα κομμάτια σου και να μη λέιπει κανένα. Είναι παραλίγο ηδονή να χαμογελάς πολλά καράτια μόνο στη φέξη κάθε έκλειψης εαυτού".