Τσιγάρο σε παιδικά δάχτυλα



Ήθελα ένα φακό.
Φθινόπωρο απρόσκλητο σκοτείνιασε το φρύδι του βουνού
Χρειάζομαι ακινησίες που μου'χουν λέιψει
Χερούλια της ζωής μου και τιμόνια τα θυμάμαι από μακριά
Δεν ανακαλώ πια τί σχήμα τα χωρούσε
Με πήραν και με σήκωσαν άνεμοι της χαράδρας
Σκόρπισα
Είχα για μια στιγμή την ομορφιά στα χέρια
Σπάνια και άχρηστη
Γύρισα από την ασημένια σκόνη
Και οι δρόμοι που μ'έχασαν τώρα με καταπίνουν
Ήθελα ένα καθαρό πάτωμα για να κοιμηθώ
Άστρα, αιθέρια έλαια, και ραδιόφωνα κρατάνε την άκρη της κλωστής μου
Τώρα
που η αμφιβολία για τις θυσίες σουλατσάρει στην ανάσα μου
ένα στιλπνό μαρτύριο γλείφει τους τοίχους
Ο εαυτός μου με μάσκα ύπνου
Ο εαυτός μου με μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια
Και μετά
Ο εαυτός μου θαμμένος στ'αγκάθια
Αγγίζω τα ζεστά δάχτυλα της βροχής
μυρίζω το χώμα και γεύομαι τη μνήμη με τα νεκρά της στολίδια
Το καλοκαίρι δε μου είναι πια αυτονόητο
Και η ζάχαρη του όχι κολλάει στα χείλη μου
Ιχνηλάτώ ξανά το ραγισμένο μονοπάτι
ίσως έτσι ξαναθυμηθώ τα βήματα του γυρισμού