Συμφωνικό ποίημα "Ανεπαρκώ", έργο 76


Καλωσόρισα πριν λίγο το καινούργιο μου αγκάθι.
Βρίσκεται 18 πόντους κάτω απ'το πετσί στο αριστερό μέρος του λαιμού μου.
Δεν αφαιρείται τώρα.
Υπήρχε πάντα εκεί η εσοχή και περίμενε, την ήξερα.
Απλώς τώρα εμφανίστηκε μέσα της και αυτό, μάλιστα χώρεσε ακριβώς.
Σκούρο καφέ και σκληρό, μυρίζει κάτι ανοίκειο και χυδαίο.
Θα μου συστήσουν ξανά δύο-τρία πολύ εγγυημένα συμπληρώματα κενού εαυτού.
Θα μου μιλούν γι'αυτά με τις ώρες παινεύοντας την ουδέτερη γεύση τους.
Θα προτιμήσω μια μερίδα θλίψη και θα τη συνοδεύσω μ'ένα ωραίο, άδειο μπουκάλι νοήματος.
Ζω για να αναπνέω. Αναπνέω δεν ξέρω γιατί.
Σκαρφαλώνω συχνά σε επικίνδυνα βράχια μόνο και μόνο για να πετύχω να αισθάνομαι πόνο.
Σχεδόν ποτέ δεν τα καταφέρνω.
Κατεβαίνω αποκαρδιωμένος φτύνοντας το χώμα και κλωτσώντας τις σαύρες που εμποδίζουν το τρέκλισμά μου.
Ψαχουλεύω την τσέπη μου, ψάχνω κάτι να δώσω στην ταβέρνα για να μου βάλουν να πιω.
Μπαγιάτικα ψίχουλα ειρωνίας μόνο και μια μεγάλη τρύπα.
Μαύρη τσέπη, όπως το τσόφλι, η φωνή και ψυχή μου.
Ένα κεφάλι γεμάτο ξινό κρασί.
Να τί είμαι.
Το περιεχόμενό μου λειτουργεί σαν φτηνό συντηρητικό της μάσκας μου.
Και μπορώ να καυχηθώ ότι αυτό, ναι.
Το κάνω με ταλέντο.
Δεν επιδιώκω με πάθος ν'αλλάξει οτιδήποτε στη ζωή μου.
Όλα μου είναι όσο απλά και άγνωστα.
Μια άσκηση γεωμετρίας άλυτη.
Αύριο λέω να βγω και να ξυλώσω όλα αυτά τα άχρηστα πεζοδρόμια.
Σκισμένος χαρταετός να συρθώ επιτέλους στις λάσπες και στα χόρτα.
Ευτυχισμένο νεκρό να με βρουν κάτω απ'τις ρόδες της πραγματικότητας.