Crepuscula


Έδαφος από φύλλα ζεστά, νοτισμένα. Μυρίζει παιδική ενοχή και πορτοκάλι. Πάλι δε θα σου κάνω τη χάρη και για δικό μου καλό θα αποστρέψω το βλέμμα από τις δυο κανάτες ξέχειλο φως,τα μάτια σου. Η φούστα μου μακριά. Περπατώ και παρασέρνει τα σπίρτα σου που άφησες μοιραία ή κατά τύχη να πέσουν. Σ'ευχαριστώ που με βοήθησες να τα φανταστώ αναμμένα. Μ'εκείνα τα επιτηδευμένα, διστακτικά σου βήματα. Θα είσαι πάντα ο φαροφύλακας αυτού που μας λύγισε. Γι'αυτό μην τολμήσεις να ξαναματώσεις τα δάχτυλά σου στο αδράχτι της φυγής απ'τους κατοικίδιους εφιάλτες μου. Κοίτα:βάφω ακόμη τα νύχια μου με το βερνίκι του σκοταδιού μας. Κοίτα:τριγυρνώ ακόμη στο άδειο μου δωμάτιο ρίχνοντας στους ώμους μόνο τις Κυριακές μας. Πολλά τα κοινά μας κελιά.Πώς καταντήσαμε δυο έγκλειστοι αόρατοι ο ένας για τον άλλο; Σιωπή κι ούτ'ένα τρίξιμο απ'το κλειδί στην πόρτα...Στο ράφι έχω ένα βάζο που το κοιτώ συνήθως κάτι απογεύματα με μίζερο φως...έχει το χαμόγελό σου μέσα σε φορμόλη. Κι αν τα κομμένα του πένθους μου μαλλιά, τά'χει πια οικειοποιηθεί ο άνεμος...Η απώλεια του τωρα έχει ακόμα την υφή του ξεσκισμένου τότε. Δε θα χωρέσουν σε χαρτιά, ούτε θα ξεθυμάνουν με τσιγάρα εκείνα τα κερασμένα απ'την απουσία σου μεθύσια. Έχω εγκατασταθεί για τα καλά στο βάθος του τούνελ. Πλέον εκεί κατοικώ. Κι είσαι μαζί μου.