Ποιός νοσταλγεί το μέλλον


Θά'ρθει καιρός, κοριτσάκι, που απ'αυτά θα μείνει μόνο κατακάθι ξερό σε μνήμης πάτο. Τώρα φωνάζεις. Μπορείς και φωνάζεις. Τώρα χορεύεις. Μπορείς και χορεύεις. Τώρα ξεχνάς. Μπορείς και να ξεχνάς. Σε ξεχνάς, τους ξεχνάς και φυλλοροείς με ηδυπάθεια. Θα θυμάσαι, λέω, κοριτσάκι, τότε, παλιά, πάντα, σε δέκα χρόνια από δω... μόνο τη σκιά που βλέπει ο απέναντι γείτονας πίσω απ'την κουρτίνα, κάθε που βγαίνει στο μπαλκόνι και καπνίζει. Θα σου μείνει διάφανο αποτύπωμα στο πίσω μέρος του ματιού το πώς μ'αλαζονεία καθόσουν σταυροπόδι μπροστά στα ματαιωμένα σου...Πώς τά'φτυνες τα ματαιωμένα σου, ξεκαρδισμένη στο κλάμα...πώς άναβες τα καντήλια σου μετά και πώς έκαιγες Κυριακές ολόκληρες στη χόβολη του λάθους σου που έκανε γιορτή. Και άγρια χαμογελούσες πάνω απ'την καταστροφή και χάιδευες αγκάθια κι εκθρόνιζες πραγματικότητες. Βουτώντας σε σελίδες και σ'ανέμους. Θα θυμάσαι ίσως ακόμη, τότε τώρα παλιά..., ότι κάθε πριν το Πάσχα ο δρόμος σου μύριζε πορτοκάλι κι εσύ κάπνιζες και κάπνιζες, να συγχωρέσεις τα γελασμένα σου, έλεγες... Κι έκοβες και μόνη τα μαλλιά και τά'κανες χειροποίητα ράμματα νά'χεις να μπαλώνεις τις τρύπες απ'τους Δασκάλους που έφευγαν, έφευγαν, όλο κι έφευγαν...Ζωγράφιζες στο μαξιλάρι με κλάματα - θυμάσαι; - το βράχο που καθόσουνα με'κείνον - θυμάσαι; - και μετά σού'κανε δώρο ένα ζευγάρι κυάλια - θυμάσαι; - ένα ζευγάρι κυάλια - χριστέ μου - ένα ζευγάρι κυάλια... "νεκρός αλλά μόνο για σένα", είχε πει - θυμάσαι; - και σου μαυρίσανε τα μάτια μέσα κι έξω...αυτό ωστόσο δε θα'ναι ανάγκη να το "θυμάσαι"- χρειάζεται ποτέ να θυμόμαστε τί χρώμα έχει το δέρμα μας;...Κοριτσάκι, μέθα, όσο υπάρχει ακόμα πάτωμα να βασταέι τα σπασμένα γυαλικά, απομεινάρια κάθε νύχτας κάτω απ'την ετοιμόρροπη γέφυρα στο ποτάμι. Θά'ρθει καιρός, γιατί, που το ταβάνι του από κάτω θα υποχωρήσει. Κι εσύ, ένα μόνο θα θυμάσαι, όπως θα τσακίζεσαι, αγέρωχη κι εξαπατημένη... Πόσα χιλιόμετρα μακριά από σένα είχες υπάρξει.