ΘΕΛΕΙΣ ΚΡΑΤΙΕΣΑΙ, ΘΕΛΕΙΣ ΚΡΕΜΙΕΣΑΙ...

Σαν το φλυτζάνι που αναποδογύρισε πάνω στο φρεσκοστρωμένο μυαλό. Καλωσήρθες ξανά, επισκέπτη, ξένε, ξενιστή της αντανάκλασής μου στους καθρέφτες σου. Στη χώρα της κατηφόρας, στη μόνη χώρα της παντοτινής μας επιστροφής, δηλαδή. Κατασκευάσαμε επιμελώς σφυριά κι οδοστρωτήρες, να σιδερώσουμε κάτι τσαλακωμένες λαμαρίνες πεταμένες μέσα μας, απομεινάρια απ'τα χρόνια των μαύρων καπέλων. Τ'αγαπημένα, μάταια κι ερειπωμένα εκείνα χρόνια. Και τώρα όλα ξανά κυλάνε προς τα πίσω. Ακύρωσες και το ταξίδι προς τις ανώδυνες τύψεις. Είπες δεν ωφελούν τα ιμιτασιόν δηλητήρια. Εγώ, τα πηγάδια μου μόνο βουλιάζοντας μέσα τους τα ξεδιψάω.