Κονσέρτο Νο74 για ουρλιαχτό και μαξιλάρι


Αφήνω αναμονές παντού. Σίδερα οριζόντια σαν αόριστες υποσχέσεις σ'ένα παιδί για να πάψει να κλαίει. Κάπως έτσι συνειδητοποιώ ότι παρόλο που φόρεσα ανάποδα τα ρούχα μου, οι τρύπες χάσκουν ακόμα εκεί. Το δέρμα από κάτω τους καμμένο ξεπροβάλλει πάλι και ντρέπομαι τον καθρέφτη. Εξαργύρωσα την παλιά μου άβυσσο με φλουριά από δηλητηριασμένη ζάχαρη. Γι'αυτό θά'ρθουν οι μέρες μόνες τους να με δικάσουν. Νοσταλγίες και αηδονίσματα, παφλάσματα γέλιων και όνειρα κελαρυστά, στέκουν και με κοιτούν από μακριά. Δε με καταδέχονται. Ναυτία. Σωματική αίσθηση πλάνης. Όλα κουτσαίνουν. Και τα παράθυρα μπάζουν μηδενικά. Ανακυκλωμένες απαισιοδοξίες. Αλαζονεία. Τραβάω συνέχεια απ'το μανίκι το μαύρο κι αυτό ας με σιχάθηκε πια κι ας με φτύνει. Θρύψαλλα το κλειδί. Θρύψαλλα και το χέρι μου. Καθεστώς η ψευδαίσθηση. Πίσω από κάθε επίπονο φούσκωμα των πνευμόνων. Ύπαρξη σαν σύννεφο και σα ν' ανασαίνει κατ'ευφημισμόν.