Κονσέρτο Νο74 για ουρλιαχτό και μαξιλάρι


Αφήνω αναμονές παντού. Σίδερα οριζόντια σαν αόριστες υποσχέσεις σ'ένα παιδί για να πάψει να κλαίει. Κάπως έτσι συνειδητοποιώ ότι παρόλο που φόρεσα ανάποδα τα ρούχα μου, οι τρύπες χάσκουν ακόμα εκεί. Το δέρμα από κάτω τους καμμένο ξεπροβάλλει πάλι και ντρέπομαι τον καθρέφτη. Εξαργύρωσα την παλιά μου άβυσσο με φλουριά από δηλητηριασμένη ζάχαρη. Γι'αυτό θά'ρθουν οι μέρες μόνες τους να με δικάσουν. Νοσταλγίες και αηδονίσματα, παφλάσματα γέλιων και όνειρα κελαρυστά, στέκουν και με κοιτούν από μακριά. Δε με καταδέχονται. Ναυτία. Σωματική αίσθηση πλάνης. Όλα κουτσαίνουν. Και τα παράθυρα μπάζουν μηδενικά. Ανακυκλωμένες απαισιοδοξίες. Αλαζονεία. Τραβάω συνέχεια απ'το μανίκι το μαύρο κι αυτό ας με σιχάθηκε πια κι ας με φτύνει. Θρύψαλλα το κλειδί. Θρύψαλλα και το χέρι μου. Καθεστώς η ψευδαίσθηση. Πίσω από κάθε επίπονο φούσκωμα των πνευμόνων. Ύπαρξη σαν σύννεφο και σα ν' ανασαίνει κατ'ευφημισμόν. 

Ποιός νοσταλγεί το μέλλον


Θά'ρθει καιρός, κοριτσάκι, που απ'αυτά θα μείνει μόνο κατακάθι ξερό σε μνήμης πάτο. Τώρα φωνάζεις. Μπορείς και φωνάζεις. Τώρα χορεύεις. Μπορείς και χορεύεις. Τώρα ξεχνάς. Μπορείς και να ξεχνάς. Σε ξεχνάς, τους ξεχνάς και φυλλοροείς με ηδυπάθεια. Θα θυμάσαι, λέω, κοριτσάκι, τότε, παλιά, πάντα, σε δέκα χρόνια από δω... μόνο τη σκιά που βλέπει ο απέναντι γείτονας πίσω απ'την κουρτίνα, κάθε που βγαίνει στο μπαλκόνι και καπνίζει. Θα σου μείνει διάφανο αποτύπωμα στο πίσω μέρος του ματιού το πώς μ'αλαζονεία καθόσουν σταυροπόδι μπροστά στα ματαιωμένα σου...Πώς τά'φτυνες τα ματαιωμένα σου, ξεκαρδισμένη στο κλάμα...πώς άναβες τα καντήλια σου μετά και πώς έκαιγες Κυριακές ολόκληρες στη χόβολη του λάθους σου που έκανε γιορτή. Και άγρια χαμογελούσες πάνω απ'την καταστροφή και χάιδευες αγκάθια κι εκθρόνιζες πραγματικότητες. Βουτώντας σε σελίδες και σ'ανέμους. Θα θυμάσαι ίσως ακόμη, τότε τώρα παλιά..., ότι κάθε πριν το Πάσχα ο δρόμος σου μύριζε πορτοκάλι κι εσύ κάπνιζες και κάπνιζες, να συγχωρέσεις τα γελασμένα σου, έλεγες... Κι έκοβες και μόνη τα μαλλιά και τά'κανες χειροποίητα ράμματα νά'χεις να μπαλώνεις τις τρύπες απ'τους Δασκάλους που έφευγαν, έφευγαν, όλο κι έφευγαν...Ζωγράφιζες στο μαξιλάρι με κλάματα - θυμάσαι; - το βράχο που καθόσουνα με'κείνον - θυμάσαι; - και μετά σού'κανε δώρο ένα ζευγάρι κυάλια - θυμάσαι; - ένα ζευγάρι κυάλια - χριστέ μου - ένα ζευγάρι κυάλια... "νεκρός αλλά μόνο για σένα", είχε πει - θυμάσαι; - και σου μαυρίσανε τα μάτια μέσα κι έξω...αυτό ωστόσο δε θα'ναι ανάγκη να το "θυμάσαι"- χρειάζεται ποτέ να θυμόμαστε τί χρώμα έχει το δέρμα μας;...Κοριτσάκι, μέθα, όσο υπάρχει ακόμα πάτωμα να βασταέι τα σπασμένα γυαλικά, απομεινάρια κάθε νύχτας κάτω απ'την ετοιμόρροπη γέφυρα στο ποτάμι. Θά'ρθει καιρός, γιατί, που το ταβάνι του από κάτω θα υποχωρήσει. Κι εσύ, ένα μόνο θα θυμάσαι, όπως θα τσακίζεσαι, αγέρωχη κι εξαπατημένη... Πόσα χιλιόμετρα μακριά από σένα είχες υπάρξει.

Eγώ το λέω τίποτα


Όπως οι άνθρωποι που μεγαλώνοντας αγαπούν μόνο τα γκρίζα χρώματα. Όπως η μέθη που τότε τη χαρτοπαίζαμε στα σοβαρά και η ζαριά μας αλέγκρα πάντα απευθυνόταν μόνο στα σύννεφα. Τώρα μια άλλη Μήδεια-μέθη μας καταπίνει ρουφώντας και το μεδούλι. Σας υπενθυμίζω το τραπέζι. Από κάτω θα βρείτε πακεταρισμένες αναβολές, μέρες ολοσδιόλου απωλεσθείσες μέσα στην επιστήθια ομίχλη σας. Ανοίξτε προσεκτικά το εύθραυστο δέμα. Τολμήστε να αγγίξετε - πόσο τραχιά, αλήθεια! - τα ύπουλα εκείνα διαφυγέντα δευτερόλεπτα. Προς θεού. Μην απολογηθείτε. Παιδικό ξεγέλασμα. Άδικα μη ζητήσετε αποζημίωση. Και να θυμάστε. Σ'αυτά τα πράγματα δεν έχει ποτέ επανεκκίνηση.

Η Απλή Μέθοδος των Τριών : Κυριακή - Απόβραδο - Θάνατος


Ένα βαλτόνερο που ξεχείλισε και δηλητηριάζει τα τοιχώματα του μυαλού από μέσα κι απ'έξω. Στόμωσε και τις τελευταίες βαλβίδες ασφαλείας. Παρακμή και δειλινό κουρέλι για το φόντο. Στασιμότητα βλέμματος. Αχρηστία δακτύλων. Εκκωφαντικοί βρυχηθμοί ψυγείων και πλυντηρίων-φοβάσαι, κλείνεις μάτια, αφτιά, κρύβεσαι, φωνάζεις "φτάνει", γδέρνεις με τα νύχια σου τα μάγουλα, γίνεσαι ένα με το πάτωμα, νομίζεις γλιτώνεις....- ΑΛΛΑ ΟΧΙ.
Αλάτι που σιχάθηκε πια την αναμονή κι εξατμίστηκε από τις αλυκές σου. Μαράζωσε κι ο ένας κάκτος που διατηρούσες μ'ελπίδα ανομολόγητη στην καταπακτή. Ανταπόκριση από το τίποτα υπάρχει σε αφθονία και σκέφτεσαι ν'αρχίσεις να την εξάγεις κιόλας. Αναβοσβήνουν νωχελικά και σα να σ'εκδικούνται εσαεί κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στην οθόνη. Ό,τι παρέπεμπε σε δυνατότητα ναυάγησε στην τάφρο του απατηλού. Είλωτας ψυχαναλυτικού συρματοπλέγματος σου μοιάζει κάθε άλλη φυγή. Φυγή τόσο απροσδιόριστη που σκιάζει τον ίδιο τον ίσκιο της. Αυτοακυρώνεται με πάθος. Κάτω από έναν ουρανό σπασμένο μελανοδοχείο που μας μαυρίζει πατόκορφα δίχως γιατί. Αυτές οι θέσεις των αστεριών, τίποτα δεν αποδίδουν αναδρομικά. Δυσοίωνο μαστίγωμα του τώρα μόνο θα προσφέρουν. Στις βρώμικες βεράντες της αυτοτιμωρίας σου. Βερνίκι για σκουριασμένους ουρανούς έχετε;

Έκπτωτος δαίμονας στη ντουλάπα


Πόσο κομψά και με χάρη τρίζεις τα δόντια. Να φοβερίσεις τις λόξες των πραγμάτων. Σχεδόν τα θρυμματίζεις τρίζοντάς τα κι ο θόρυβος μολύνει το δωμάτιο σα μουσική σε αποσύνθεση. Η μουσική χωρίς το παραμύθι πάντα μουχλιάζει, το ξέχασες; Απολειφάδια ανεκτικότητας τα καινούργια σου οικόσιτα πτηνά. Ας μην είναι. Όλα θλιβά. Τίποτα ορατό. Ας μου βγάλει επιτέλους κάποιος εκείνη τη βδέλλα που μου πιπιλίζει λαίμαργα τον εγκέφαλο. Δε μ'αφήνει ούτε να σκοτώσω τις στιγμές μου. Μετά βίας μου επιτρέπει μηχανικά να χρησιμοποιώ τα δάχτυλα. Μια βδέλλα υπόγεια, που θά'χε γεννηθεί, χοντρύνει και πεθάνει είτε με έτρωγε είτε όχι. Κι όμως εξακολουθεί ο κατα-σπαραγμός μου. Κι εγώ κοιτάζω με απάθεια ίσως και μια δόση αμηχανίας...Νά το πάλι πάλι το λαμπάκι του γιατί. Κόκκινο κι αναβοσβήνει. ΓΙΑΤΙ-ΓΙΑΤΙ-ΓΙΑΤΙ-ΓΙΑΤΙ-ΓΙΑΤΙ-ΓΙΑΤΙ-ΓΙΑΤΙ-ΓΙΑΤΙ...Έσβησε.
Τώρα ένα κίτρινο φωτάκι αρχίζει να πάλλεται.
ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ-ΟΧΙ. Έσβησε.
Κλείνω τα μάτια. Και αφήνω το μαύρο λευκό του τίποτα να με βιάσει.

Πηγάδι ρηχό με πάτο σκακιέρα


Κόκκινος αναπτήρας. Πώς βρέθηκε έτσι απρόοπτα μπροστά σου. Ούτε να το σκέφτεσαι για πυρπολήσεις. Ρουφήχτρες καραδοκούν εγκατεστημένες σ'όλα τα λευκά τετράγωνα της σκακιέρας. Πηγαίνεις μάταια να τις αποφύγεις. Και παραδίνεσαι αμαχητί στα μαύρα. Και δεν έχει ξύπνημα. Και τίποτα δεν υπόσχεται αποκαθήλωση. Μια ζητιάνα ελπίδα σου χτυπάει επίμονα ξανά και ξανά το κουδούνι. Κλειδώνεις . Και δεν είναι που δεν προσπάθησες. Είναι που σε κάθε μια αναρρίχησή σου προς τα έξω, η βαρύτητα σε βρίσκει πρόθυμη να υποκλιθείς για άλλη μια φορά, στις αιώνιες, ηδυπαθείς χάρες της αδυναμίας.

Καθρέφτης έπεσε θύμα τροχαίου


Πάνω...Αεροπλάνα που χαράσσουν βαθιά τη σάρκα του γαλάζιου. Γύρω...Ο κόσμος καθρεφτίζεται στον αμφιβληστροειδή μου και το επόμενο δευτρόλεπτο έχει σαπίσει. Μέσα...Ο καιρός δύσκολος, λαστιχένιος, αδιανόητα προβλέψιμος.Πιο μέσα...το υπέροχο, το άφατο, το ουράνιο εκείνο συναίσθημα του να μην έχεις καμία όρεξη να χρησιμοποιήσεις τον εαυτό σου...ή να κουράζεσαι ν'αποφασίσεις ποιον εαυτό να ενεργοποιήσεις για την περίσταση. Απέναντι...Πολυκατοικίες περιέχουν κεφάλια και μπετόν ή καλύτερα κεφάλια από μπετόν ή ακόμα καλύτερα σκέτο μπετόν.
Το-παραβάν-της-πραγματικότητας-γίνεται-ολοένα-πιο-αδιαπέραστο-μου-τσακίζει-τα-πόδια-όταν-το-κλωτσάω-και-το-χειρότερο-είναι-ότι-έχω-μάθει-πια-να-ζω-πονώντας.
Πού είστε πατέρα Φερνάντο να μου φορέσετε ξανά τη μάσκα...

Crepuscula


Έδαφος από φύλλα ζεστά, νοτισμένα. Μυρίζει παιδική ενοχή και πορτοκάλι. Πάλι δε θα σου κάνω τη χάρη και για δικό μου καλό θα αποστρέψω το βλέμμα από τις δυο κανάτες ξέχειλο φως,τα μάτια σου. Η φούστα μου μακριά. Περπατώ και παρασέρνει τα σπίρτα σου που άφησες μοιραία ή κατά τύχη να πέσουν. Σ'ευχαριστώ που με βοήθησες να τα φανταστώ αναμμένα. Μ'εκείνα τα επιτηδευμένα, διστακτικά σου βήματα. Θα είσαι πάντα ο φαροφύλακας αυτού που μας λύγισε. Γι'αυτό μην τολμήσεις να ξαναματώσεις τα δάχτυλά σου στο αδράχτι της φυγής απ'τους κατοικίδιους εφιάλτες μου. Κοίτα:βάφω ακόμη τα νύχια μου με το βερνίκι του σκοταδιού μας. Κοίτα:τριγυρνώ ακόμη στο άδειο μου δωμάτιο ρίχνοντας στους ώμους μόνο τις Κυριακές μας. Πολλά τα κοινά μας κελιά.Πώς καταντήσαμε δυο έγκλειστοι αόρατοι ο ένας για τον άλλο; Σιωπή κι ούτ'ένα τρίξιμο απ'το κλειδί στην πόρτα...Στο ράφι έχω ένα βάζο που το κοιτώ συνήθως κάτι απογεύματα με μίζερο φως...έχει το χαμόγελό σου μέσα σε φορμόλη. Κι αν τα κομμένα του πένθους μου μαλλιά, τά'χει πια οικειοποιηθεί ο άνεμος...Η απώλεια του τωρα έχει ακόμα την υφή του ξεσκισμένου τότε. Δε θα χωρέσουν σε χαρτιά, ούτε θα ξεθυμάνουν με τσιγάρα εκείνα τα κερασμένα απ'την απουσία σου μεθύσια. Έχω εγκατασταθεί για τα καλά στο βάθος του τούνελ. Πλέον εκεί κατοικώ. Κι είσαι μαζί μου.

Ω, δεσποινίς μου ερημιά...



Άχ, αυτές οι άχαρες απόπειρες χαμόγελου. Αντιολισθητικές επιφάνειες για αγέννητα δάκρυα. Ολιγαρκείς προθέσεις-γιατί...Στήθη που ανεβοκατεβαίνουν σαν ψεύτικα. Ραμμένα στα μάτια τα μαύρα γυαλιά. Πέρα από δω θα βρείτε μόνο καρβουνόσκονη κι έναν ξεχασμένο απόηχο πιστολιάς. Θά'θελα να θέλω να δαγκώσω τον ήλιο απ'την κάθε μέρα. Αλλά πάντα κι ακόμα...η νύχτα με συμφέρει.

ΘΕΛΕΙΣ ΚΡΑΤΙΕΣΑΙ, ΘΕΛΕΙΣ ΚΡΕΜΙΕΣΑΙ...

Σαν το φλυτζάνι που αναποδογύρισε πάνω στο φρεσκοστρωμένο μυαλό. Καλωσήρθες ξανά, επισκέπτη, ξένε, ξενιστή της αντανάκλασής μου στους καθρέφτες σου. Στη χώρα της κατηφόρας, στη μόνη χώρα της παντοτινής μας επιστροφής, δηλαδή. Κατασκευάσαμε επιμελώς σφυριά κι οδοστρωτήρες, να σιδερώσουμε κάτι τσαλακωμένες λαμαρίνες πεταμένες μέσα μας, απομεινάρια απ'τα χρόνια των μαύρων καπέλων. Τ'αγαπημένα, μάταια κι ερειπωμένα εκείνα χρόνια. Και τώρα όλα ξανά κυλάνε προς τα πίσω. Ακύρωσες και το ταξίδι προς τις ανώδυνες τύψεις. Είπες δεν ωφελούν τα ιμιτασιόν δηλητήρια. Εγώ, τα πηγάδια μου μόνο βουλιάζοντας μέσα τους τα ξεδιψάω.