υ.χ. (υστερόγραφα χαϊκού) #1

1. Νάρκισση πένα

Τροφή για χρυσόψαρα

Πουλάνε κι αλλού

2. Κοίταξε μέσα

Στο καλειδοσκόπιο

Να ο Πεσόα

3. Τι είναι λέξεις

Ρωτώ κι απ’το φεγγίτη

Μπαίνουν πουλιά

4. Πάνω στο χαλί

Πέταλα μανόλιας

Ο ήλιος δύει

5. Άλλη μια μέρα

Θα πέρασεις σφίγγοντας

Τις παλάμες σου

6. Φυτεύω πεύκα

Φεύγω, γυρνώ και βρίσκω

Κυπαρίσσια

7. Γελωτοποιέ

Αντί για τη μάγισσα

Εσύ στην πυρά

8. Διάτρητο σώμα

Παρατημένος τοίχος

Πινακοθήκης

9. Τέλος του κόσμου

Μονάχα τα βιβλία

Κύριε σώσε

10. Μέσα στον τάφο

Κάθε νύχτας ζωντανές

Πυγολαμπίδες

11. Δεμένος γερά

Σε μια γέφυρα σάπια

Φτύνω το κύμα



Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #11

111. Παίξε τρομπέτα

Πάνω από τον τάφο

Του πατέρα σου

112. Ποδοπατήσαμε

Όλες τις ψευδαισθήσεις

Ή αυτές εμάς;

113. Η παρακμή μου

Της φαντασίας άλλων

Να’μαι πελάτης

114. Πάντοτε ξύπνιος

Από τον αψύ πόνο

Του να υπάρχω

115. Τρέμω στη σκηνή

Και οι θεατές έχουν

Μόνο σαγόνια

116. Οι ποδηλάτες

Πάντα σαν ακίνητους

Θα μας προσπερνούν

117. Πώς να έμοιαζαν

Στ’αλήθεια τα πρόσωπα

Πριν τους καθρέφτες;

118. Άμοιροι στίχοι

Πεθαίνετε ήσυχα

Μα τόσο νέοι

119. Ψηλό αγόρι

Για να γράψει χαϊκού

Έγινε νάνος

120. Σε αγαπούσα

Και τα πνευμόνια μου

Δύσπλαστος πηλός

121. Μη μελαγχολείς

Πολλές Ιαπωνίες

Θα βρεις στον κόσμο

Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #10

100. Εντοπίστηκαν

Κοιτάσματα αίματος

Στην Αφροδίτη

101. Πίστη στην πίστη

Επιμένω να σπέρνω

Χέρσο χωράφι

102. Μέχρι το πλοίο

Δεκαεπτά βήματα

Επιβιβάσου

103. Ευτυχισμένο

Το λευκό χρυσόψαρο

Στο μαύρο νερό

104. Στη γη των πόθων

Φυτρώνουν ηαφαίστεια

Και τα κλαδεύω

105. Σκέψου λογικά

Ενώ κυλά στο αίμα

Η χλωροφύλλη

106. Κάθε κρανίο

Έναν μαγνήτη κρύβει

Για περίστροφο

107. Θα φύγεις πάλι

Πίσω σου αφήνοντας

Βρεγμένα σπίρτα

108. Μάταιη χαρά

Γεμίζεις με Ήλιο

Τα μπαλόνια μας

109. Στο σχοινοβάτη

Που μοναξιά δε νιώθει

Βαθιά υπόκλιση

110. Φρικτά ρολόγια

Στη θέση των δεικτών σας

Βλέπω ψαλίδια


Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #9


89. Έρημος κήπος

Γράφτηκαν ποιήματα

Κάποτε εδώ

90. Με την ομπρέλα

Ανά χείρας προχωράς

Στα όνειρά μου

91. Καλλιγραφία

Και ας είναι οι λέξεις

Πάντοτε φτωχές

92. Του ταβανιού

Τ’αμέτρητα αστέρια

Κοιτάζεις ώρες

93. Λευκή σελίδα

Ρουφάς το μολύβι μου

Σα μαύρη τρύπα

94. Ρίχνω στο βούρκο

Ένα ζευγάρι φτερά

Θα επιπλεύσει;

95. Ξάστερη νύχτα

Μονόκεροι περπατούν

Στη λεωφόρο

96. Ρέει το σύμπαν

Απ’το σκισμένο λαιμό

Ενός κόκορα

97. Πες μου ψέματα

Αρωμάτισε λίγο

Την καταστροφή

98. Θέλησα τότε

Να δώσω στις σελίδες

Φιλί με γλώσσα

99. Σκυθρωπή γάτα

Μια σκέψη σου αν μάθω

Θα γίνω σοφός


Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #8


78. Βρώμικη μέρα

Μια μύγα έχει σταθεί

Πάνω στον ήλιο

79. Θα με ξαπλώσω

Στον ίσκιο των λέξεων

Και θα σωπάσω

80. Βόρειο σέλας

Πετούν στα κύματά σου

Γριές φάλαινες

81. Τόση ηδονή

Ενώ κάνεις θρύψαλλα

Την πορσελάνη

82. Σκεπάρνι ύπνου

Τρυπά το κεφάλι σου

Δε βγάζεις μιλιά

83. Βωμός στο χώμα

Άμφια θα φορέσουν

Τα σκουλήκια

84. Αγαπημένε

Οι σάρκες μας απόψε

Ως πρώτο πιάτο

85. Κύριε εσείς

Ως ρήτορας πάντα

Οπλοφορείτε

86. Στο ορυχείο

Καψαλισμένοι άντρες

Βλαστημούν το φως

87. Τέσσερις κλόουν

Φορτώθηκαν στους ώμους

Τη νεκροφόρα

88. Σε δυστοπίες

Ξεπεσμένοι νομάδες

Οι εαυτοί μας


Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #7


67. Θαμπές ημέρες

Μα οι πυροτεχνουργοί

Δεν παραιτούνται

68. Μισώ το μέλλον

Σα μαύρο φωτισμένο

Ουρανοξύστη

69. «Θα με φορέσεις;»

Ακέφαλη μάσκα

Μου ψιθυρίζει

70. Ο Δον –Κιχώτης

Βρέθηκε κρεμασμένος

Απ’τη φτερωτή

71. Μα επιτέλους

Πότε θα δικαιωθούν

Οι θρηνωδίες;

72. Ειρωνεύεται

Σα χλόη ερειπίων

Η ομορφιά

73. Δεν περπατάω

Με τα πόδια μου μόνο

Σκάβω τους δρόμους

74. Μαύρο βελούδο

Έμοιαζε ο τοίχος

Και με σκέπασε

75. Μεσ’στον κρατήρα

Λιώνουν τα δάχτυλα

Που δε θ’αγγίξω

76. Το χρυσάνθεμο

Στο στόμα του θηρίου

Έχει δόντια

77. Κλείδωνε εσύ

Από το φωταγωγό

Θα μπει ο κόσμος




Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #6

56. Με χάιδευε

Πολύ ερεθιστικά

Αλλά με γάντι

57. Ήχος μετάλλου

Θα συνθλίψει τον πάγο

Προσσελήνωση

58. Αφήνει ίχνος

Το βήμα της αράχνης

Πάνω στο δέρμα

59. Φονικό όπλο

Το δοξάρι του τσέλου

Με σημαδεύει

60. Δύο κουπιά

Ακουμπισμένα δίπλα

Σ’ένα κρεβάτι

61. Γίνομαι κισσός

Σκαρφαλώνω πάνω σου

Και με ξεραίνεις

62. Το να εκτρέφεις

Παγώνια για σφαγή

Δεν είναι τέχνη

63. Μέσα η στέπα

Και έξω η γιορτή

Των μυρμηγκιών

64. Αθώος πνιγμός

Χύνεται απ’το στόμα

Μητρικό γάλα

65. Ορθές γωνίες

Σαν αυστηρές μητέρες

Μας μεγαλώνουν

66. Το όνομά μου

Μέσα στα χείλια σου

Νιώθει ασφαλές

Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #5




45. Άνδρας που κλαίει

Μαζεύονται γύρω του

Κόκκινες μύγες

46. Άναψε το φως

Όπου να’ναι νυχτώνει

Στο Βερολίνο

47. Κάμπος τη νύχτα

Βαρύτητα νίκησες

Και τα αστέρια

48. Εξερχόμενος

Του νέου ποιήματος

Να μην κλειδώνεις

49. Φλύαρη ζωή

Σε αγαπώ φορώντας

Ωτοασπίδες

50. Στον τοίχο αίμα

Και κάτω πεσμένη νεκρή

Η συγκίνηση

51. Οι κερασιές

Πολεμούν τον κυνισμό

Κάθε χειμώνα

52. Αφοσίωση

Με όπιο στο γάλα

Σ’αποκοιμίζω

53. Θα φυλακίσω

Στο βολβό της κλεψύδρας

Το χρυσόψαρο

54. Άμμος γεμίζει

Τις κοσμηματοθήκες

Στην Ατλαντίδα

55. Καθώς γερνάω

Ανίχνευω στο σώμα

Ρόζους και νερά


Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #4

34. Όμορφο χάος

Ας μεταμορφωθούμε

Όλοι σε φράκταλς

35. Ένας ακόμα

Δρομέας δωματίου

Λιποψύχησε

36. Θόρυβος φώτα

Στο ιερό λούνα παρκ

Και κατάνυξη

37. Το για πάντα

Στου δήμιου το στόμα

Ερωτική φράση

38. Άλογε φόβε

Πέρ’απ’τη χαραμάδα

Καλπάζεις ποτέ;

39. Σεμνή κυρία

Μπροστά στο παράθυρο

Λύνει τον κορσέ

40. Απόψε σκέψη

Δε είσαι το κουβάρι

Αλλά η γάτα

41. Ιεραρχία

Αποδέχομαι μόνο

Μεσ’την ορχήστρα

42. Γαλάζιο χρώμα

Υπό μορφή ίριδας

Κυριολεκτείς

43. Ανάμεσά μας

Βαραίνει η ομίχλη

Όμως μου γνέφεις

44. Άρρωστη μέρα

Η νοσοκόμα θα’ρθει

Φορώντας μαύρα


Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #3



23


23. Ξέχνα τον κόσμο

Περίφραξε τον κήπο

Πότιζε κάκτους

24. Κάνω κούνια

Πάνω απ’το πηγάδι

Και δε με κοιτάς

25. Επιστρέφοντας

Απ‘το αερόστατο

Στο ενυδρείο

26. Πτώμα του μάγου

Μέσα σου ούτε ένα

Τραπουλόχαρτο

27. Στο φως του λύκου

Από τα δόντια στάζει

Το τρελό μέλι

28. Έξω στο δρόμο

Περαστικοί που τρέχουν

Με τα τέσσερα

29. Τόσα χρόνια

Κάτω απ’το σακάκι

Τα λέπια του

30. Άσπρο χαρτόνι

Ο φριχτός εφιάλτης

Κάθε σκακιέρας

31. Δυνατή βροχή

Η αυλή πλημύρισε

Αστεροειδείς

32. Σκοτεινός βυθός

Και ο δύτης μοιάζει

Μεταλλωρύχος

33. Στο εικόνισμα

Ένα σφυρί σε χέρι

Χωρίς δάχτυλα



Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #2


12. Τρελή ροδιά

Περίτεχνα έκρυβες

Τα κουκούτσια

13. Δελεαστική

Εικόνα απ’το μέλλον

Η αμνησία

14. Τέλος εποχής

Τ’αγάλματα θάφτηκαν

Μέσα στα φύλλα

15. Δαγκωματιά

Στον τρυφερό καρπό μου

Ρολόι χειρός

16. Σφύριγμα τρένου

Στο κελί μου φυσάει

Ζεστός αέρας

17. Φαντασίωση:

Εξέχουν απ’τις στέγες

Βελανιδιές

18. Λαίμαργο στόμα

Καταβροχθίζοντάς με

Αιμορραγούσες

19. Αυτός ο κύκνος

Κολυμπάει στη λάσπη

Μάταιος λαιμός

20. Όταν έρχεσαι

Κρύβω το χαλασμένο

Μουσικό κουτί

21. Κάνω συλλογή

Από λευκά βιβλία

Εντυπώσεων

22. Πυροβολώντας

Γελούσα κι άκουγα

Φυσαρμόνικα

Εκατόν είκοσι ένα χαϊκού (τροφή για τα χρυσόψαρα) #1



1. Κοιτάζω ψηλά

Αντί για ουρανός

Τέντα του τσίρκου

2. Ξέρει να βάζει

Στον κρόταφο μόνος του

Το κουρδιστήρι

3. Γκρίζο μέτωπο

Μη διώξεις απόψε

Την πεταλούδα

4. Μέσα στους τοίχους

Ακούω το τραγούδι

Της υγρασίας

5. Κουφάρι θλίψης

Γαλάζια έντομα

Σε απομυζούν

6. Θέμα της φούγκας

Σε ουράνια τόξα

Περισυλλογή

7. Νύχτα και πάλι

Το λευκό ασπόνδυλο

Θα ανατείλει

8. Το βράδυ κρύβω

Την πιστή μου ύαινα

Στο υπόγειο

9. Καλή σου μέρα

Πανάθλιε σύντροφε

Μέσ’τον καθρέφτη

10. Καθώς έκλαιγε

Μου έκλεισε το μάτι

Ο πιερότος

11. Παρατήρησε

Το έμβρυο στο βάζο

Χαμογελάει!

C.N.M. (Contemporary Nerd Museum)


Το μουσείο λειτουργούσε αποκλειστικά τη νύχτα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, άνοιγε μεν τις πύλες του για το φιλοπερίεργο κοινό, αλλά οι προθήκες του έχασκαν άδειες. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι έμπαιναν μέσα, περιδιάβαιναν παραξενεμένοι τους αστραφτερούς λευκούς διαδρόμους και έφευγαν με μια ελαφριά απογοήτευση και μια εύλογη αίσθηση απορίας. Εκτός και αν ήταν τόσο καχύποπτοι για την κενότητα του χώρου που τριγυρνούσαν ώρες ολόκληρες από αίθουσα σε αίθουσα αναζητώντας το κρυμμένο νόημα όλης αυτής της ερημιάς. Ως επί το πλείστον, στην τελευταία κατηγορία επισκεπτών εντάσσονταν όσοι ήταν κάτοχοι καταλόγων από υπόγειες πινακοθήκες, φορούσαν πράσινα παπούτσια ή κόκκινα στρογγυλά γυαλιά, και ήταν εφοδιασμένοι με μπλοκ σημειώσεων στο εξώφυλλο του οποίου απεικονιζόταν ο Joseph Beuys επί τω έργω. Απορροφημένοι καθώς στοχάζονταν περί της απογύμνωσης του υπαρκτού τόπου, ούτε που συνειδητοποιούσαν τα γυάλινα πετάσματα που διακριτικά προέβαλλαν από την ψευδοροφή κατευθυνόμενα κατά πάνω τους. Κάθε νύχτα, ακριβώς τα μεσάνυχτα, τα εκθέματα ήταν στη θέση τους και μια ολοκαίνουργια έκθεση έτοιμη να εγκαινιαστεί.

Η γυάλα που κρέμεται πίσω στο κάρο


Πάνε πολλά χρόνια από τότε που κουβαλούσα με το κάρο σακιά μαύρο ρύζι από το Ρικι-ανγκ στο Κου-το-γεν. Δεν έμενα ποτέ σε έναν τόπο. Συνήθιζα να μετακινούμαι μέσα από τα κρυφά περάσματα του βουνού Χιενγκ-σαν.

Ήταν ο πιο βαρύς χειμώνας που θυμάμαι. Δυνατές χιονοθύελλες είχαν φράξει τα μονοπάτια κι αναγκάστηκα να μείνω στο χωριό Τσοκάν μέχρι να φουσκώσουν ξανά οι χείμαρροι και να καθαρίσουν τους κρυσταλλομένους δρόμους του βουνού. Νοίκιασα ένα δωμάτιο στο σπίτι του γιατρού και για να ζήσω έπλεκα γάντια και τα πουλούσα. Είχα στήσει ένα πάγκο έξω από το σχολείο. Ένιωθα πολλή μοναξιά τότε και οι άνθρωποι στο χωριό σχεδόν με αποστρέφονταν αφού ήμουν ξένη και δεν ακολουθούσα την καθημερινότητα κάθε ντόπιας γυναίκας. Περισσότερο όμως υπέφερα από το φριχτό κρύο. Έκανα οικονομίες και αγόρασα ένα φτηνό μαγκάλι. Έτσι γνώρισα τον Χικέρου.

Μια μέρα πλησίασε διστακτικά και χωρίς να με κοιτάξει άπλωσε τις παλάμες του προς τη φωτιά μου. Τα τεράστια μάτια του υγρά και απορημένα καταλάμβαναν υπερβολικό χώρο στο μικροκαμωμένο του πρόσωπο. Είχε τα μαλλιά του κομμένα ίσια στο μέτωπο και συχνά έπαιζε με το χιόνι κοντά στην αυλόπορτα του σχολείου. Δε συναναστρεφόταν με άλλα παιδιά. Παρ'όλα αυτά ήταν τόσο απασχολημένος με τα ατομικά παιχνίδια που εφεύρισκε. Εγώ, στις άδειες μου ώρες πίσω απ'τον πάγκο με τα απούλητα πλεκτά γάντια, τον παρατηρούσα. Του άρεσε πολύ να καθρεφτίζεται στον πάγο μέσα στο μικρό συντριβάνι και μετά με μια αιχμηρή πέτρα να ραγίζει την επιφάνεια και να βουτάει τα χέρια του μέχρι τους αγκώνες στο κρύο νερό. Το έκανε κάθε μέρα. Αμέριμνος για ώρα αψηφώντας τα βρεγμένα μανίκια και τα γέλια των συμμαθητών, ο Χικέρου στεκόταν χαμογελώντας πάνω από το νερό. Τα μάτια του τότε διογκωμένα σπινθηροβολούσαν καθρεφτίζοντας παράξενες πορτοκαλιές ανταύγειες. Του έκανα νόημα να έρθει στο μαγκάλι μου για να ζεσταθεί όταν τον έβλεπα να φεύγει σκυθρωπός τα μεσημέρια. Του μιλούσα ακατάπαυστα αλλά δε μου απαντούσε. Ποτέ δεν είχα ακούσει τη φωνή του. Μόνο ανοιγόκλεινε τα φωτεινά μάτια του και κουνούσε συγκαταβατικά ή με ευγνωμοσύνη το κεφάλι.

Του χάρισα ένα ζευγάρι γάντια. Την επόμενη μέρα μου πρόσφερε ξερά γαλάζια δαμάσκηνα και φάγαμε μαζί. Έφτιαξα από λάδι και σπόρους ένα βάλσαμο και του άλειφα τα ξεφλουδισμένα κόκκινα χέρια μόλις αποφάσιζε να τα βγάλει από το παγωμένο νερό. Μια μέρα έφτιαξε από χιόνι ένα νούφαρο και μου το έδωσε. Το φρόντιζα κρατώντας το μακριά από τη ζέστη . Εκείνος το επέβλεπε και συμπλήρωνε κάθε τόσο το σχήμα του.

Ο χειμώνας τελείωνε. Το σιντριβάνι σκεπαζόταν πια από ένα λεπτό στρώμα πάγου. Ο δάσκαλος του σχολείου με πλήρωσε για να καθαρίσω την αυλή από το χιόνι. Με τα χρήματα που μάζεψα αγόρασα ένα ζευγάρι ξυλοπόδαρα. Την πρώτη μέρα της άνοιξης τα έκανα δώρο στον Χικέρου για να παίζει. Αυτός ενθουσιάστηκε. Στην αρχή δεν κατάφερνε να ισορροπήσει και παραπατούσε. Τα παιδιά τον κυνηγούσαν και τον κορόιδευαν. Δεν έδινε σημασία και ούτε τους αποκρινόταν. Όταν κουραζόταν, κατέφευγε πάλι στο σιντριβάνι. Τώρα μπορούσε να κάθεται στα τοιχώματα και να βυθίζει ευτυχισμένος στο νερό χέρια και πόδια.

Τα παιδιά του πήραν τα ξυλοπόδαρα τα έσπασαν και τα πέταξαν στο νερό. Ο Χικέρου δε μίλησε και ήσυχος κοιτούσε τα κομμάτια να επιπλέουν μπροστά του. Τα παιδιά θύμωσαν πολύ. Ο Χικέρου ούτε βλέμμα- μόνο χαμογελούσε στο νερό. Τα παιδιά άρχισαν να τιμωρούν το Χικέρου. Το νερό του σιντριβανιού δεν ήταν πια κρύο αλλά ο Χικέρου είχε ακόμα ανάγκη το βάλσαμο. Το πρόσωπό του γρατζουνισμένο και τα πλευρά του απόκτησαν μελανιές. Εξακολουθούσε να πηγαίνει στο σιντριβάνι.

Εγώ του τράβηξα το κεφάλι έξω εκείνο το πρωί. Τα μάτια του ήταν πορτοκαλιά και ορθάνοιχτα. Τα χείλη του ήταν μαύρα. Από μέσα τους δεν έβγαινε αέρας. Μόνο η ουρά ενός χρυσόψαρου.

Δεν ξαναγύρισα στο Τσοκάν.

Γεφυροποιός


Είμαι εβδομηνταπέντε χρονών και σε δύο ώρες πρόκειται να εκτελεστώ. Χθες τη νύχτα έκαναν έφοδο στο σπίτι μου τρεις άντρες με γκρίζα μαλλιά και ατσαλάκωτα ριγέ κοστούμια. Κατάσχεσαν όλη την ποσότητα δυναμίτη που ανακάλυψαν στην αποθήκη. Βρήκαν το χάρτη με τα κόκκινα χ. Ανακατεύοντας με τρομακτική καχυποψία τα συρτάρια μου-υποκινούμενοι από κάποια επιβουλευτική ανώνυμη πληροφορία- ξέθαψαν ακόμα και τα σχέδια. Χαρτιά κιτρινισμένα, έτοιμα να διαλυθούν, γεμάτα σκόνη και μούχλα στις γωνίες τους. Το μελάνι των γραμμών ξεθωριασμένο. Τα περιεργάστηκαν με βδελυγμία και μια δόση οίκτου αφού πρώτα φόρεσαν πλαστικά γάντια. Έβγαλαν από τους χαρτοφύλακες τα λεπτεπίλεπτα κομψά γυαλιά τους και τα στερέωσαν μηχανικά στη άκρη της μύτης τους. Μελέτησαν εξονυχιστικά. Φαίνονταν ειδικοί και έμπειροι. Επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στις τομές και τις κατόψεις. Δεν άργησαν να εντοπίσουν την κρίσιμη κατασκευαστική λεπτομέρεια. Διέκριναν με ακρίβεια την εξαρχής σχεδιασμένη υποδοχή στο φέροντα οργανισμό για την κρυφή τοποθέτηση των εκρηκτικών. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα αμοιβαίου αποτροπιασμού μπροστά στο εύρημά τους, έπειτα τα ξαναδίπλωσαν και τα ασφάλισαν σε μια διαφανή θήκη. Θα ήταν μάταιο να αρχίσω να τους αναλύω τη συμβολική διάσταση των ακυρωμένων μου πια προθέσεων. Έτσι, έμεινε άδοξα ανεκπλήρωτος ο απώτερος σκοπός για τον οποίο δούλεψα μεθοδικά όλη μου τη ζωή. Και το τέλος μου δε θα στεφανωθεί από τη θριαμβική χειρονομία που φαντασιωνόμουν με αδημονία όσο γερνούσα. Με παγωμένο τόνο και υπό την επήρεια πλήρους σοβαρότητας, μου ανακοίνωσαν την καταδίκη μου. Δε μπόρεσα να συγκρατήσω ένα ειρωνικό χαμόγελο. Η ύστατη και ατιμωτική για μένα ποινή, ήταν εκδικητικά φορτισμένη με το πιο μισητό μου αρχέτυπο. Η λέξη ακούστηκε στρυφνά μέσα από τα στεγνά τους αποστειρωμένα χείλη. "Εντοιχισμός".

Soloist


Χειροκρότημα. Χαμηλώνουν τα φώτα. Τα παπούτσια του μαύρα μυτερά με τακούνι. Βηματίζοντας παράγουν αυθάδεις κρότους στο ξύλινο παρκέ. Φτάνει μπροστά στον προβολέα. Ελαφριά υπόκλιση με μια ανεπαίσθητη μηχανική κύρτωση της λεκάνης. Μερικοί ανυπόμονοι ψίθυροι από το ακροατήριο. Κάθεται στο σκαμπό. Ρίχνει με χάρη προς τα πίσω την ουρά του φράκου του. Μικρή σιωπή. Συγκεντρώνεται. Σμίγει τα φρύδια και πλησιάζει τα δάχτυλα στα πλήκτρα χωρίς όμως να τα αγγίζει. Ένα αμυδρό συνωμοτικό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του και οι πρώτες νότες στον αέρα. Τα χέρια του κινούνται με άνεση και ελαφρότητα. Το χαμόγελο γίνεται όλο και πιο ηδονικό και κλείνει απαλά τα βλέφαρα. Ολόκληρο το σώμα του παραδίνεται στα κύματα της μελωδίας. Πότε πότε ανασηκώνει ηδονικά τα φρύδια και τους ώμους του ταυτόχρονα γέρνοντας μπροστά. Ο λαιμός του λικνίζεται περιστροφικά. Τα πέλματά του ανασηκώνονται από τα πετάλια του πιάνου σα να μην μπορεί να τα ελέγξει και χτυπάνε με ασυγκράτητη δύναμη το πάτωμα, ακολουθώντας το ρυθμό.

Το κομμάτι οδεύει προς το κρεσέντο του. Ένας θριαμβικός μορφασμός έχει εγκατασταθεί στο πρόσωπό του. Γλείφει με μανία τα χείλη του και αφήνει το σάλιο να κυλήσει στο σαγόνι. Μια έκφραση ανείπωτης απόλαυσης παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του. Αφήνει το κεφάλι του να πέσει προς τα πίσω. Αναπνέει βαθιά. Οι αναπνοές του γίνονται βαθμιαία πιο έντονες, κοφτές, οργασμικές. Τα μάτια του στυλωμένα στο ταβάνι εξέχουν από τις κόγχες. Τα δάχτυλα διατρέχουν ιλιγγιωδώς τα πλήκτρα. Και απότομα σταματάνε. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει λαχανιασμένο. Τα άκρα του κρέμονται σαν νεκρά. Χειροκροτήματα πυκνά και γενναιόδωρα. Το κοινό στέκεται όρθιο και τον επευφημεί με ενθουσιασμό. Σηκώνεται, φαίνεται να έχει συνέλθει. Κάνει τρεις βαθιές υποκλίσεις και δέχεται την ανθοδέσμη συγκινημένος.

Μισή ώρα αργότερα, η αίθουσα έχει αδειάσει. Βγαίνει ακροπατώντας από το καμαρίνι στη σκοτεινή σκηνή. Τρεις συνθηματικοί χτύποι στο καπάκι για να τον αντιληφθώ και μετά το ανοίγει. Αφαιρεί πρώτα τις ματωμένες λεπίδες και τα νήματα προσάρτησής τους στις χορδές του πιάνου χωρίς καν να με κοιτάξει. Έπειτα, ξεκλειδώνει το πλευρικό άνοιγμα και με βοηθάει να βγω έξω. Με παίρνει στην αγκαλιά του και με μεταφέρει στο καμαρίνι. Με ξαπλώνει στη βελούδινη πολυθρόνα. Όλη τη νύχτα με χαϊδεύει τρυφερά, με παρηγορεί, με φιλάει σε ολόκληρο το σώμα και περιποιείται τις πληγές μου. Όπως γίνεται μετά από κάθε επιτυχημένη συναυλία.